헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπέμπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπέμπω συμπέμψω

형태분석: συμ (접두사) + πέμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to send with or at the same time
  2. to help in conducting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπέμπω

συμπέμπεις

συμπέμπει

쌍수 συμπέμπετον

συμπέμπετον

복수 συμπέμπομεν

συμπέμπετε

συμπέμπουσιν*

접속법단수 συμπέμπω

συμπέμπῃς

συμπέμπῃ

쌍수 συμπέμπητον

συμπέμπητον

복수 συμπέμπωμεν

συμπέμπητε

συμπέμπωσιν*

기원법단수 συμπέμποιμι

συμπέμποις

συμπέμποι

쌍수 συμπέμποιτον

συμπεμποίτην

복수 συμπέμποιμεν

συμπέμποιτε

συμπέμποιεν

명령법단수 συμπέμπε

συμπεμπέτω

쌍수 συμπέμπετον

συμπεμπέτων

복수 συμπέμπετε

συμπεμπόντων, συμπεμπέτωσαν

부정사 συμπέμπειν

분사 남성여성중성
συμπεμπων

συμπεμποντος

συμπεμπουσα

συμπεμπουσης

συμπεμπον

συμπεμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπέμπομαι

συμπέμπει, συμπέμπῃ

συμπέμπεται

쌍수 συμπέμπεσθον

συμπέμπεσθον

복수 συμπεμπόμεθα

συμπέμπεσθε

συμπέμπονται

접속법단수 συμπέμπωμαι

συμπέμπῃ

συμπέμπηται

쌍수 συμπέμπησθον

συμπέμπησθον

복수 συμπεμπώμεθα

συμπέμπησθε

συμπέμπωνται

기원법단수 συμπεμποίμην

συμπέμποιο

συμπέμποιτο

쌍수 συμπέμποισθον

συμπεμποίσθην

복수 συμπεμποίμεθα

συμπέμποισθε

συμπέμποιντο

명령법단수 συμπέμπου

συμπεμπέσθω

쌍수 συμπέμπεσθον

συμπεμπέσθων

복수 συμπέμπεσθε

συμπεμπέσθων, συμπεμπέσθωσαν

부정사 συμπέμπεσθαι

분사 남성여성중성
συμπεμπομενος

συμπεμπομενου

συμπεμπομενη

συμπεμπομενης

συμπεμπομενον

συμπεμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ’ ἐπεὶ τὴν φρουρὰν ἔλαβον, τὸν μὲν Καλλίβιον ἐθεράπευον πάσῃ θεραπείᾳ, ὡσ πάντα ἐπαινοίη ἃ πράττοιεν, τῶν δὲ φρουρῶν τούτου συμπέμποντοσ αὐτοῖσ οὓσ ἐβούλοντο συνελάμβανον οὐκέτι τοὺσ πονηρούσ τε καὶ ὀλίγου ἀξίουσ, ἀλλ’ ἤδη οὓσ ἐνόμιζον ἥκιστα μὲν παρωθουμένουσ ἀνέχεσθαι, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντασ πλείστουσ ἂν τοὺσ συνεθέλοντασ λαμβάνειν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 3 19:2)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 3 19:2)

유의어

  1. to send with or at the same time

  2. to help in conducting

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION