헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στῦλος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στῦλος στῡ́λου

형태분석: στυλ (어간) + ος (어미)

  1. 기둥, 지지, 받침, 지주
  1. pillar, column, support
  2. wooden pole
  3. stile

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στῦλος

기둥이

στύλω

기둥들이

στύλοι

기둥들이

속격 στύλου

기둥의

στύλοιν

기둥들의

στύλων

기둥들의

여격 στύλῳ

기둥에게

στύλοιν

기둥들에게

στύλοις

기둥들에게

대격 στύλον

기둥을

στύλω

기둥들을

στύλους

기둥들을

호격 στύλε

기둥아

στύλω

기둥들아

στύλοι

기둥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δέκα πήχεων ποιήσεισ τὸν στύλον τὸν ἕνα, καὶ πήχεωσ ἑνὸσ καὶ ἡμίσουσ τὸ πλάτοσ τοῦ στύλου τοῦ ἑνόσ. (Septuagint, Liber Exodus 26:16)

    (70인역 성경, 탈출기 26:16)

  • καὶ ἐχώνευσε τοὺσ δύο στήλουσ τῷ αἰλὰμ τοῦ οἴκου, ὀκτωκαίδεκα πήχεισ ὕψοσ τοῦ στύλου, καὶ περίμετρον τεσσαρεσκαίδεκα πήχεισ ἐκύκλου αὐτόν, καὶ τὸ πάχοσ τοῦ στύλου τεσσάρων δακτύλων τὰ κοιλώματα, καὶ οὕτωσ ὁ στῦλοσ ὁ δεύτεροσ. (Septuagint, Liber I Regum 7:3)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 7:3)

  • καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ ὁ βασιλεὺσ εἱστήκει ἐπὶ τοῦ στύλου κατὰ τὸ κρίμα, καὶ οἱ ᾠδοὶ καὶ αἱ σάλπιγγεσ πρὸσ τὸν βασιλέα, καὶ πᾶσ ὁ λαὸσ τῆσ γῆσ χαίρων καὶ σαλπίζων ἐν σάλπιγξι. καὶ διέρρηξε Γοθολία τὰ ἱμάτια ἑαυτῆσ καὶ ἐβόησε. σύνδεσμοσ σύνδεσμοσ. (Septuagint, Liber II Regum 11:14)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 11:14)

  • ὀκτωκαίδεκα πήχεων ὕψοσ τοῦ στύλου τοῦ ἑνόσ, καὶ τὸ χωθὰρ ἐπ̓ αὐτοῦ τὸ χαλκοῦν, καὶ τὸ ὕψοσ τοῦ χωθὰρ τριῶν πήχεων, σαβαχὰ καὶ ροαὶ ἐπὶ τῷ χωθὰρ κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ. καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῶ σαβαχά. (Septuagint, Liber II Regum 25:17)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 25:17)

유의어

  1. 기둥

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION