헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στενός στενή στενόν

형태분석: στεν (어간) + ος (어미)

어원: ste/nw

  1. 좁은, 비좁은, 소형의
  2. 좁은, 가까운, 친한, 작은, 꼭 맞는
  3. 작은, 적은, 미미한, 사소한
  1. narrow, strait
  2. the straits, a narrow strip
  3. narrow, close, confined, a corner
  4. scanty, little, petty

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στενός

좁은 (이)가

στενή

좁은 (이)가

στενόν

좁은 (것)가

속격 στενοῦ

좁은 (이)의

στενῆς

좁은 (이)의

στενοῦ

좁은 (것)의

여격 στενῷ

좁은 (이)에게

στενῇ

좁은 (이)에게

στενῷ

좁은 (것)에게

대격 στενόν

좁은 (이)를

στενήν

좁은 (이)를

στενόν

좁은 (것)를

호격 στενέ

좁은 (이)야

στενή

좁은 (이)야

στενόν

좁은 (것)야

쌍수주/대/호 στενώ

좁은 (이)들이

στενᾱ́

좁은 (이)들이

στενώ

좁은 (것)들이

속/여 στενοῖν

좁은 (이)들의

στεναῖν

좁은 (이)들의

στενοῖν

좁은 (것)들의

복수주격 στενοί

좁은 (이)들이

στεναί

좁은 (이)들이

στενά

좁은 (것)들이

속격 στενῶν

좁은 (이)들의

στενῶν

좁은 (이)들의

στενῶν

좁은 (것)들의

여격 στενοῖς

좁은 (이)들에게

στεναῖς

좁은 (이)들에게

στενοῖς

좁은 (것)들에게

대격 στενούς

좁은 (이)들을

στενᾱ́ς

좁은 (이)들을

στενά

좁은 (것)들을

호격 στενοί

좁은 (이)들아

στεναί

좁은 (이)들아

στενά

좁은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔχει γὰρ κεφαλὴν κούφην, μικράν, κατωφερῆ, στενὴν ἐκ τοῦ πρόσθεν, <ὦτα ὑψηλά,> τράχηλον λεπτόν, περιφερῆ, οὐ σκληρόν, μῆκοσ ἱκανόν, ὠμοπλάτασ ὀρθάσ, ἀσυνδέτουσ ἄνωθεν, σκέλη τὰ ἐπ’ αὐτῶν ἐλαφρά, σύγκωλα, στῆθοσ οὐ βαρύτονον, πλευρὰσ ἐλαφράσ, συμμέτρουσ, ὀσφῦν περιφερῆ, κωλῆν σαρκώδη, λαγόνασ ὑγράσ, λαπαρὰσ ἱκανῶσ, ἰσχία στρογγύλα, πλήρη κύκλῳ, ἄνωθεν δὲ ὡσ χρὴ διεστῶτα, μηροὺσ μικρούσ, εὐπαγεῖσ, ἔξωθεν μῦσ ἐπιτεταμένουσ, ἔνδοθεν δὲ οὐκ ὀγκώδεισ, ὑποκώλια μακρά, στιφρά, πόδασ τοὺσ πρόσθεν ἄκρωσ ὑγρούσ, στενούσ, ὀρθούσ, τοὺσ δὲ ὄπισθεν στερεούσ, πλατεῖσ, πάντασ δὲ οὐδενὸσ τραχέοσ φροντίζοντασ, σκέλη τὰ ὄπισθεν μείζω πολὺ τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐγκεκλιμένα μικρὸν ἔξω, τρίχωμα βραχύ, κοῦφον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 36:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 5 36:1)

  • ὁ δὲ παράπλουσ αὐτοῦ κατὰ πολλοὺσ τόπουσ ἔχει νήσουσ μακράσ, στενοὺσ μὲν διαδρόμουσ ἐχούσασ, ῥοῦν δὲ πολὺν καὶ σφοδρόν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 38 5:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 38 5:2)

  • διὸ καὶ ταῖσ στέγαισ ἐπὶ δύο πήχεισ γῆν ἐπιτίθεσθαι, ὑπὸ δὲ τοῦ βάρουσ ἀναγκάζεσθαι στενοὺσ μὲν μακροὺσ δὲ ποιεῖσθαι τοὺσ οἴκουσ, ἀπορουμένουσ μακρῶν μὲν δοκῶν δεομένουσ δὲ μεγάλων οἴκων διὰ τὸ πνῖγοσ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 3 20:5)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 3 20:5)

  • οὐ μὴν ταῦτά γε καλεῖται νυνὶ στενά, ἀλλὰ προσπλεύσασιν ἀπωτέρω, καθὸ τὸ μὲν δίαρμά ἐστι τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διακοσίων που σταδίων, ἓξ δὲ νῆσοι συνεχεῖσ ἀλλήλαισ τὸ δίαρμα ἐκπληροῦσαι στενοὺσ τελέωσ διάπλουσ ἀπολείπουσι, δι’ ὧν σχεδίαισ τὰ φορτία κομίζουσι δεῦρο κἀκεῖσε, καὶ λέγουσι ταῦτα στενά. (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 8:16)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 8:16)

  • τῶν μὲν οὖν πεδινῶν τόπων ἀπείχοντο, καταπεπληγμένοι τὰ θηρία καὶ τοὺσ περὶ τὸν Ναραύαν ἱππεῖσ, τοὺσ δ’ ὀρεινοὺσ καὶ στενοὺσ ἐπειρῶντο προκαταλαμβάνειν. (Polybius, Histories, book 1, chapter 84 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 1, chapter 84 4:1)

  • προσπίτνουσα δ’ ἐν μέρει τέκνα ἔκλαι’, ἐθρήνει, τὸν πολὺν μαστῶν πόνον στένουσ’, ἀδελφή θ’ ἡ παρασπίζουσ’ ὁμοῦ· (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 5:5)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 5:5)

  • φρενομανήσ τισ εἶ θεοφόρητοσ, ἀμ‐ φὶ δ’ αὑτᾶσ θροεῖσ νόμον ἄνομον, οἱᾶ́ τισ ξουθὰ ἀκόρετοσ βοᾶσ, φεῦ, ταλαίναισ φρεσίν Ἴτυν Ἴτυν στένουσ’ ἀμφιθαλῆ κακοῖσ ἀηδὼν βίον. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 66)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, strophe 66)

유의어

  1. 좁은

  2. the straits

  3. 작은

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION