헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στεῖνος

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στεῖνος στεῖνεος

형태분석: στεινο (어간) + ς (어미)

어원: stei/nw

  1. 해협, 통로, 수로, 어귀
  2. 고통, 압력, 압박, 시련, 고난
  1. a narrow, strait, confined space
  2. pressure, straits, distress, by suffering

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στεῖνος

해협이

στείνει

해협들이

στείνη

해협들이

속격 στείνους

해협의

στείνοιν

해협들의

στεινέων

해협들의

여격 στείνει

해협에게

στείνοιν

해협들에게

στείνεσιν*

해협들에게

대격 στεῖνος

해협을

στείνει

해협들을

στείνη

해협들을

호격 στεῖνος

해협아

στείνει

해협들아

στείνη

해협들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὰρ ἐπειδὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, δμῳὰσ δ’ ἐξαγαγόντεσ ἐϋσταθέοσ μεγάροιο, μεσσηγύσ τε θόλου καὶ ἀμύμονοσ ἑρ́κεοσ αὐλῆσ, εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πωσ ἠε͂ν ἀλύξαι. (Homer, Odyssey, Book 22 73:8)

    (호메로스, 오디세이아, Book 22 73:8)

  • οὐ γὰρ πρὶν πολέμου ἀποπαύσεται ὄβριμοσ Ἕκτωρ πρὶν ὄρθαι παρὰ ναῦφι ποδώκεα Πηλεί̈ωνα, ἤματι τῷ ὅτ’ ἂν οἳ μὲν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται στείνει ἐν αἰνοτάτῳ περὶ Πατρόκλοιο θανόντοσ· (Homer, Iliad, Book 8 49:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 8 49:3)

  • Τρῶεσ καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ μὴ δή πω χάζεσθε μάχησ ἐν στείνεϊ τῷδε, ἀλλ’ υἱᾶ Κλυτίοιο σαώσατε, μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι νεῶν ἐν ἀγῶνι πεσόντα. (Homer, Iliad, Book 15 45:10)

    (호메로스, 일리아스, Book 15 45:10)

유의어

  1. 해협

  2. 고통

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION