σκύλαξ
Third declension Noun; Masc/Fem
동물
Transliteration:
Principal Part:
σκύλαξ
σκύλακος
Structure:
σκυλακ
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- young dog, whelp, puppy
- dog
- (of other young animals) whelp
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁρᾷσ τὸν Ἀκτέωνοσ ἄθλιον μόρον, ὃν ὠμόσιτοι σκύλακεσ ἃσ ἐθρέψατο διεσπάσαντο, κρείσσον’ ἐν κυναγίαισ Ἀρτέμιδοσ εἶναι κομπάσαντ’, ἐν ὀργάσιν. (Euripides, episode 14:1)
- οὖν κατὰ τὸν Ιἑρώνυμον ὥσπερ οἱ δειλοὶ καὶ γλίσχροι σκύλακεσ τὰ δέρματα δάκνοντεσ οἴκοι καὶ 15 τὰ τίλματα τίλλοντεσ τῶν θηρίων αὐτῶν οὐχ ἅπτονται τοὺσ δ’ ἀργοὺσ ἐκείνουσ παρακαλῶμεν, ὅταν τὰ κεφάλαια τῇ νοήσει περιλάβωσιν, αὐτοὺσ δι’ αὑτῶν τὰ λοιπὰ συντιθέναι, καὶ τῇ μνήμῃ χειραγωγεῖν τὴν εὑρ́εσιν, καὶ τὸν ἀλλότριον λόγον οἱο͂ν ἀρχὴν καὶ σπέρμα λαβόντασ ἐκτρέφειν καὶ αὔξειν. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 18 10:1)
- τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχα, δαῖμον, τᾷ χθονίᾳ θ’ Ἑκάτα, τὰν καὶ σκύλακεσ τρομέοντι ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ’ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα. (Theocritus, Idylls, 10)
- νηὸσ ἐπειγομένησ ὠκὺν δρόμον ἀμφεχόρευον δελφῖνεσ, πελάγουσ ἰχθυφάγοι σκύλακεσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 831)
- πολλὰ δ’ ἐπωρύουσαν ἀνὴρ ἐσιδηροτόμησεν, καὶ σκύλακεσ φίλιοι νηδύοσ ἐξέθορον. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 311 1:1)
Synonyms
-
young dog
-
dog
-
whelp
-