Ancient Greek-English Dictionary Language

πεντάστομος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πεντάστομος πεντάστομον

Structure: πενταστομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/ma

Sense

  1. with five mouths or openings

Examples

  • τῶν γὰρ ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν ἑνὶ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, ἐόντοσ πενταστόμου, οὐδεὶσ αὐτῶν πλήθεοσ πέρι ἄξιοσ συμβληθῆναι ἐστί. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 10 3:1)
  • Ἴστροσ μὲν πεντάστομοσ, μετὰ δὲ Τύρησ τε καὶ Ὕπανισ καὶ Βορυσθένησ καὶ Παντικάπησ καὶ Ὑπάκυρισ καὶ Γέρροσ καὶ Τάναϊσ. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 47 2:5)
  • περὶ δὲ τῶν τοῦ Ῥοδανοῦ στομάτων Πολύβιοσ μὲν ἐπιτιμᾷ Τιμαίῳ φήσασ εἶναι μὴ πεντάστομον ἀλλὰ δίστομον· (Strabo, Geography, book 4, chapter 1 16:1)
  • Ἔφοροσ δὲ πεντάστομον εἴρηκε τὸν Ἴστρον. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 3 30:12)
  • Περὶ δὲ τῶν τοῦ Ῥοδανοῦ στομάτων Πολύβιοσ ἐπιτιμᾷ Τιμαίῳ, φήσασ εἶναι μὴ πεντάστομον, ἀλλὰ δίστομον. (Polybius, Histories, book 34, vi. de gallia 5:1)

Synonyms

  1. with five mouths or openings

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION