σκοτεινός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκοτεινός
σκοτεινή
σκοτεινόν
Structure:
σκοτειν
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- dark, the darkness
- darkling, blind
- dark, obscure
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κατατέτακται δὲ εἰσ σῖτα γυψίν. οἶδε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὅτι μένει εἰσ πτῶμα. ἡμέρα δὲ σκοτεινὴ αὐτὸν στροβήσει, (Septuagint, Liber Iob 15:23)
- οὐκοῦν καὶ ἐπειδὴ ὁ μὲν ἥλιοσ φωτεινὸσ ὢν τάσ τε ὡρ́ασ τῆσ ἡμέρασ ἡμῖν καὶ τἆλλα πάντα σαφηνίζει, ἡ δὲ νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἄστρα ἐν τῇ νυκτὶ ἀνέφηναν, ἃ ἡμῖν τῆσ νυκτὸσ τὰσ ὡρ́ασ ἐμφανίζει, καὶ διὰ τοῦτο πολλὰ ὧν δεόμεθα πράττομεν; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 3 5:2)
- φαίνεται μὲν οὖν, ὅπερ ἔφην, τοῖσ πολλοῖσ, ἅτε ὁρῶσι μακρόθεν, ἄμφω μία τε καὶ ἐν ταὐτῷ σχεδόν, ὑπερέχει δὲ ἡ βασίλειοσ κορυφὴ τοσοῦτον ὥστ’ ἐκείνη μὲν ἐπάνω τῶν νεφῶν ἐστιν, ἐν αὐτῷ τῷ καθαρῷ καὶ αἰθρίῳ ἀέρι, ἡ δὲ ἑτέρα πολὺ κατωτέρω, περὶ αὐτὴν μάλιστα τὴν τῶν νεφῶν συστροφήν, σκοτεινὴ καὶ ἀχλυώδησ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 81:1)
- καὶ γὰρ ἐκεῖνόν φασιν ἐπιθυμήσαντα τῶν Ἥρασ μακαρίων γάμων νεφέλῃ τινὶ συγγενόμενον σκοτεινῇ καὶ ἀχλυώδει ἄχρηστα καὶ ἀλλόκοτα γεννῆσαι τέκνα, τὸ τῶν Κενταύρων γένοσ ποικίλον καὶ συμπεφορημένον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 151:2)
- καὶ γὰρ νὺξ αὐτοὺσ ζοφώδησ καὶ σκοτεινὴ κατέλαβε. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 433:2)
Synonyms
-
dark
- σκοταῖος (in the dark)
- σκότιος (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκοτόεις (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- κυανωπός (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- σκιερός (dark-coloured)
- περκνός (dark coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
darkling
-
dark
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- ἀμαυρός (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)