- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκευοφόρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: skeuophoros 고전 발음: [께워포로] 신약 발음: [께워포로]

기본형: σκευοφόρος σκευοφόρον

형태분석: σκευοφορ (어간) + ος (어미)

어원: φέρω

  1. carrying, baggage-, the beasts of burden in an army
  2. a baggage-carrier, porter, the sutlers, camp-followers

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σκευοφόρος

(이)가

σκευόφορον

(것)가

속격 σκευοφόρου

(이)의

σκευοφόρου

(것)의

여격 σκευοφόρῳ

(이)에게

σκευοφόρῳ

(것)에게

대격 σκευοφόρον

(이)를

σκευόφορον

(것)를

호격 σκευοφόρε

(이)야

σκευόφορον

(것)야

쌍수주/대/호 σκευοφόρω

(이)들이

σκευοφόρω

(것)들이

속/여 σκευοφόροιν

(이)들의

σκευοφόροιν

(것)들의

복수주격 σκευοφόροι

(이)들이

σκευόφορα

(것)들이

속격 σκευοφόρων

(이)들의

σκευοφόρων

(것)들의

여격 σκευοφόροις

(이)들에게

σκευοφόροις

(것)들에게

대격 σκευοφόρους

(이)들을

σκευόφορα

(것)들을

호격 σκευοφόροι

(이)들아

σκευόφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ τῶν σκευοφόρων ἀγωγαὶ σὺν ἡγεμόνι γιγνέσθων. (Arrian, chapter 29 18:1)

    (아리아노스, chapter 29 18:1)

  • τὸ μὲν οὖν πλῆθος τῆς στρατιᾶς δέκα μυριάδες ἐγένοντο ἄνευ τῶν σκευοφόρων καὶ τῶν μηχανοποιῶν καὶ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ξένων συμμάχων: (Lucian, Verae Historiae, book 1 13:3)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 13:3)

  • καὶ τῷ μὲν ἄρχοντι τῶν σκευοφόρων εἶπεν ὁ ἡγεμὼν διαβάντι τὸν Πακτωλὸν ποταμὸν στρατοπεδεύεσθαι: (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 32:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 32:1)

  • καὶ Χειρίσοφος μὲν τὰ ἄνω κατεῖχε, Λύκιος δὲ σὺν ὀλίγοις ἐπιχειρήσας ἐπιδιῶξαι ἔλαβε τῶν σκευοφόρων τὰ ὑπολειπόμενα καὶ μετὰ τούτων ἐσθῆτά τε καλὴν καὶ ἐκπώματα. (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 27:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 3 27:1)

  • οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλθον εἰς τὸ ἄστυ, μάλα συχνοὺς τῶν σκευοφόρων ὑπὸ τῶν ἐκ Φυλῆς ἀποβαλόντες. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 5:2)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 4 5:2)

  • ἦλθον δὲ οὐ χρημάτων ἔμπορος οὐδὲ τῶν πρὸς ὑπηρεσίαν τοῦ στρατοπέδου σκευοφορῶν ἢ βοηλατῶν, οὐδὲ πρεσβείαν ἐπρέσβευον συμμαχικὴν ἤ τινα εὔφημον, τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων, γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος, οὐδ ἔχον ἔγχος, οὐ μὴν οὐδὲ ἄλλο ὅπλον οὐθέν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 21:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 21:1)

유의어

  1. carrying

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION