헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκευοφόρος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκευοφόρος σκευοφόρον

형태분석: σκευοφορ (어간) + ος (어미)

어원: fe/rw

  1. carrying, baggage-, the beasts of burden in an army
  2. a baggage-carrier, porter, the sutlers, camp-followers

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σκευοφόρος

(이)가

σκευόφορον

(것)가

속격 σκευοφόρου

(이)의

σκευοφόρου

(것)의

여격 σκευοφόρῳ

(이)에게

σκευοφόρῳ

(것)에게

대격 σκευοφόρον

(이)를

σκευόφορον

(것)를

호격 σκευοφόρε

(이)야

σκευόφορον

(것)야

쌍수주/대/호 σκευοφόρω

(이)들이

σκευοφόρω

(것)들이

속/여 σκευοφόροιν

(이)들의

σκευοφόροιν

(것)들의

복수주격 σκευοφόροι

(이)들이

σκευόφορα

(것)들이

속격 σκευοφόρων

(이)들의

σκευοφόρων

(것)들의

여격 σκευοφόροις

(이)들에게

σκευοφόροις

(것)들에게

대격 σκευοφόρους

(이)들을

σκευόφορα

(것)들을

호격 σκευοφόροι

(이)들아

σκευόφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ τούτοισ δὲ τὰ σκευοφόρα ἑπέσθω. (Arrian, Acies Contra Alanos 12:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 12:1)

  • πρὸ μὲν δὴ τῆσ φάλαγγοσ χρὴ ἄγειν τὰ σκευοφόρα, ἐπειδὰν ἐκ πολεμίασ ἀπάγῃσ· (Arrian, chapter 30 3:1)

    (아리아노스, chapter 30 3:1)

  • καὶ τοῦτο πρῶτον αὑτοὺσ ἐτάραξεν ἤδη τῶν πολεμίων ἐν χερσὶν ὄντων, εἶτα τῶν ἄλλων οὐδὲν ἦν κόσμῳ γινόμενον, ἀλλὰ πολλὴν μὲν ἀταξίαν τὰ σκευοφόρα τοῖσ μαχομένοισ ἐμπλαζόμενα παρεῖχε, πολλοὺσ δὲ τὰ χωρία διασπασμοὺσ ἐποίει τάφρων ὄντα μεστὰ καὶ ὀρυγμάτων, ἃ φοβούμενοι καὶ περιϊόντεσ ἠναγκάζοντο φύρδην καὶ κατὰ μέρη πολλὰ συμπλέκεσθαι τοῖσ ἐναντίοισ. (Plutarch, Otho, chapter 12 2:1)

    (플루타르코스, Otho, chapter 12 2:1)

  • διὸ συντάξασ ὁ Μάρκελλοσ τὴν δύναμιν ἐντόσ παρὰ τὰσ πύλασ ἔστησε τὰ σκευοφόρα, καὶ τοῖσ Νωλανοῖσ διὰ κηρύγματοσ ἀπεῖπε πρὸσ τὰ τείχη προσπελάζειν. (Plutarch, Marcellus, chapter 11 2:1)

    (플루타르코스, Marcellus, chapter 11 2:1)

  • οἱ δὲ τὰσ σκηνὰσ καὶ τὰ σκευοφόρα κατακαύσαντεσ ἀνάγκην ἐπέθηκαν τοῖσ σφετέροισ ἐκ τῆσ πολεμίασ, ὅσων δέονται, λαμβάνειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 31 5:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 31 5:2)

유의어

  1. carrying

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION