σιτίον
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σιτίον
σιτίου
형태분석:
σιτι
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 곡물, 빵, 곡식, 옥수수, 알
- 음식, 식량, 고기, 설농탕, 진지, 식료품
- 정비, 보존
- 음식, 진지
- grain, corn: food made from grain, bread
- food, victuals, provisions, provision, meat
- maintenance
- food
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπεὶ δὲ ‐ ὡσ ὁ καλόσ που ῥήτωρ ἔφη ‐ τοῖσ τῶν νοσούντων σιτίοισ ἐοικότα λαμβάνουσι, τίσ ἔτι μηχανὴ μὴ οὐχὶ καὶ πρὸσ τοῦτο κακῶσ βεβουλεῦσθαι δοκεῖν αὐτούσ, ἀεὶ μενούσησ αὐτοῖσ ὁμοίασ τῆσ ὑποθέσεωσ τοῦ βίου; (Lucian, De mercede, (no name) 5:6)
(루키아노스, De mercede, (no name) 5:6)
- ἀλλ’ ἄχθομαι μὲν εἰσιών, ἔρημα δὲ εἶναι δοκεῖ μοι πάντα, τοῖσ δὲ σιτίοισ χάριν οὐδεμίαν οἶδ’ ἐσθίων· (Aristophanes, Lysistrata, Lyric-Scene46)
(아리스토파네스, Lysistrata, Lyric-Scene46)
- ἐὰν μὲν οὖν μετὰ τὸ δεῖπνον, συμβαίνει πλείονοσ τροφῆσ κειμένησ ἐν τῇ κοιλίᾳ καὶ τοῖσ ἐντέροισ τὰ ἐπεισφερόμενα κάρυα, χάριν τῆσ πρὸσ τὸ πίνειν ὁρμῆσ ἐμπλεκόμενα τοῖσ σιτίοισ, ἐμπνευματώσεισ καὶ φθορὰσ τῆσ τροφῆσ παρασκευάζειν διὰ τὸ παρακολουθοῦν αὐτοῖσ ἐπιπολαστικὸν φύσει καὶ δυσκατέργαστον· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 1:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 1:3)
- πεμπομένου δὲ καθ’ ἡμέραν τῷ Κλεάρχῳ κωλῆνοσ ἐπὶ τοῖσ σιτίοισ, παρακαλεῖν αὐτὸν καὶ διδάσκειν ὡσ χρὴ μικρὸν εἰσ τὸ κρέασ ἐμβαλόντα μαχαίριον ἀποκρύψαντα πέμψαι καὶ μὴ περιιδεῖν ἐν τῇ βασιλέωσ ὠμότητι τὸ τέλοσ αὐτοῦ γενόμενον· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 18 3:1)
(플루타르코스, Artaxerxes, chapter 18 3:1)
- ἐκ δὲ τῆσ πρόσθεν ὑποψίασ καὶ διαφορᾶσ ἀρξάμεναι πάλιν εἰσ τὸ αὐτὸ φοιτᾶν καὶ συνδειπνεῖν ἀλλήλαισ, ὅμωσ τῷ δεδιέναι καὶ φυλάττεσθαι τοῖσ αὐτοῖσ σιτίοισ καὶ ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἐχρῶντο. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 19 2:3)
(플루타르코스, Artaxerxes, chapter 19 2:3)
유의어
-
곡물
-
음식
-
음식
- βόσις (음식, 진지)
- βόσκημα (음식, 진지)
- σίτησις (음식, 진지)
- τροφεῖα (음식, 밥, 삶)
- ἀσιτία (want of food)
- χόρτος (food in general)
- ὄμπνη (음식, 곡물, 옥수수)
- βρῶσις (food that is eaten, or is to be eaten)
- νομή (음식, 사료, 영양분)
- εἶδαρ (음식, 사료, 영양분)