βόσκημα
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
βόσκημα
형태분석:
βοσκηματ
(어간)
뜻
- 소떼, 소, 소 무리, 황소
- 음식, 진지
- that which is fed or fatted, fatted beasts, cattle
- food
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἐθυσίασεν ὁ βασιλεὺσ Σαλωμὼν τὴν θυσίαν μόσχων εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδασ καὶ βοσκημάτων ἑκατὸν καὶ εἴκοσι χιλιάδασ, καὶ ἐνεκαίνισε τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεὺσ καὶ πᾶσ ὁ λαόσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 7:5)
(70인역 성경, 역대기 하권 7:5)
- γενομένησ δὲ καρτερᾶσ μάχησ καὶ τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν διὰ τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν εὐημερησάντων, ἐλαττωθέντεσ οἱ νομάδεσ Ἄραβεσ ἠξίουν δοῦναι τὸν Ἰούδαν δεξιὰν αὐτοῖσ, ὑπισχνούμενοι καὶ βοσκήματα δώσειν καὶ ἐν τοῖσ λοιποῖσ ὠφελήσειν αὐτούσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:11)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 12:11)
- καὶ πᾶν ὄροσ ἀροτριώμενον ἀροτριωθήσεται, καὶ οὐ μὴ ἐπέλθῃ ἐκεῖ φόβοσ. ἔσται γὰρ ἀπὸ τῆσ χέρσου καὶ ἀκάνθησ εἰσ βόσκημα προβάτου καὶ καταπάτημα βοόσ. (Septuagint, Liber Isaiae 7:25)
(70인역 성경, 이사야서 7:25)
- τὸ κατοικούμενον ποίμνιον ἀνειμένον ἔσται, ὡσ ποίμνιον καταλελειμμένον καὶ ἔσται πολὺν χρόνον εἰσ βόσκημα, καὶ ἐκεῖ ἀναπαύσονται ποίμνια. (Septuagint, Liber Isaiae 27:10)
(70인역 성경, 이사야서 27:10)
- πόλισ πλουσία, οἶκοι ἐγκαταλελειμμένοι πλοῦτον πόλεωσ καὶ οἴκουσ ἐπιθυμήματοσ ἀφήσουσι. καὶ ἔσονται αἱ κῶμαι σπήλαια ἕωσ τοῦ αἰῶνοσ, εὐφροσύνη ὄνων ἀγρίων, βοσκήματα ποιμένων, (Septuagint, Liber Isaiae 32:14)
(70인역 성경, 이사야서 32:14)
- καὶ θήσω πᾶν ὄροσ εἰσ ὁδὸν καὶ πᾶσαν τρίβον εἰσ βόσκημα αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Isaiae 49:11)
(70인역 성경, 이사야서 49:11)
- αἰθὴρ ἐμὸν βόσκημα καὶ γλώσσησ στρόφιγξ καὶ ξύνεσι καὶ μυκτῆρεσ ὀσφραντήριοι, ὀρθῶσ μ’ ἐλέγχειν ὧν ἂν ἅπτωμαι λόγων. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric11)
(아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric11)
- τοιάνδ’ ἔπειθεν ῥῆσιν ἀμφ’ ἡμῶν λέγων ἄναξ Πελασγῶν, ἱκεσίου Ζηνὸσ κότον μέγαν προφωνῶν μήποτ’ εἰσόπιν χρόνου πόλιν παχῦναι, ξενικὸν ἀστικόν θ’ ἅμα λέγων διπλοῦν μίασμα πρὸ πόλεωσ φανὲν ἀμήχανον βόσκημα πημονῆσ πέλειν. (Aeschylus, Suppliant Women, episode10)
(아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode10)
유의어
-
음식
- βόσις (음식, 진지)
- σιτίον (음식, 진지)
- σίτησις (음식, 진지)
- τροφεῖα (음식, 밥, 삶)
- ἀσιτία (want of food)
- χόρτος (food in general)
- ὄμπνη (음식, 곡물, 옥수수)
- βρῶσις (food that is eaten, or is to be eaten)
- νομή (음식, 사료, 영양분)
- εἶδαρ (음식, 사료, 영양분)