σιτίον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: sition
고전 발음: [시띠온]
신약 발음: [시띠온]
기본형:
σιτίον
σιτίου
형태분석:
σιτι
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 곡물, 빵, 곡식, 옥수수, 알
- 음식, 식량, 고기, 설농탕, 진지, 식료품
- 정비, 보존
- 음식, 진지
- grain, corn: food made from grain, bread
- food, victuals, provisions, provision, meat
- maintenance
- food
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἴσως οὖν οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὸν εὐδιαφόρητον ἄνευ στερεμνίου σιτίου μίγματος, ὃ τοῖς ἰατροῖς διὰ τὴν τέχνην ἐστὶ δῆλον τοῖς γοῦν καρδιακοῖς μετὰ οἴνου σιτῶδες ἀναμίσγουσί τι πρὸς κατοχὴν τῆς δυνάμεως. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 17 2:4)
(아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 17 2:4)
- "ἑκατέρου γὰρ ἀπαιτούμενοι τὸν λόγον οὐ τὸν αὐτὸν ἀποδίδομεν ὑπὲρ ἀμφοῖν ὅθεν ἁμαρτάνειν τοὺς ἕτερον ἑτέρου κατηγοροῦντας εἰ μὲν γὰρ ταὐτόν ἐστι τάνθρώπῳ τάγαθὸν καὶ τῷ ἵππῳ τὸ τρέχειν, πῶς καὶ σιτίου καὶ φαρμάκου τἀγαθὸν, καὶ νὴ Δία πάλιν λέοντος καὶ κυνὸς τὸ τρέχειν κατηγοροῦμεν· (Plutarch, Adversus Colotem, section 235)
(플루타르코스, Adversus Colotem, section 235)
- ἵν οὖν μὴ γενόμενος σπέρμα τὴν σιτίου χρείαν διαφθείρῃ παραμένῃ δ αὐτοῖς ἐδώδιμος, ἐξεσθίουσι τὴν ἀρχήν, ἀφ ἧς τὸν βλαστὸν ὁ πυρὸς ἀφίησιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 11 8:3)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 11 8:3)
- ἐπεὶ γὰρ ἐν τῷ τὸ σιτίον αἷμα γίγνεσθαι παθητικὴ μὲν ἡ τοῦ σιτίου, δραστικὴ δ ἡ τῆς φλεβὸς γίγνεται κίνησις, ὡσαύτως δὲ κἀν τῷ μεταφέρειν τὰ κῶλα κινεῖ μὲν ὁ μῦς, κινεῖται δὲ τὰ ὀστᾶ, τὴν μὲν τῆς φλεβὸς καὶ τῶν μυῶν κίνησιν ἐνέργειαν εἶναί φημι, τὴν δὲ τῶν σιτίων τε καὶ τῶν ὀστῶν σύμπτωμά τε καὶ πάθημα: (Galen, On the Natural Faculties., , section 236)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 236)
- οὔτε γὰρ ὃ ἦν μεμένηκεν ὁ πυρὸς οὔθ ὅ δεῖ γενέσθαι γέγονεν ὁ ἄρτος, ἀλλὰ καὶ τὴν σπέρματος δύναμιν ἀπολώλεκεν ἅμα καὶ τὴν σιτίου χρείαν οὐκ ἔσχηκε. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 1093)
(플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 1093)
유의어
-
곡물
-
음식
-
음식
- βόσις (음식, 진지)
- βόσκημα (음식, 진지)
- σίτησις (음식, 진지)
- τροφεῖα (음식, 밥, 삶)
- ἀσιτία (want of food)
- χόρτος (food in general)
- ὄμπνη (음식, 곡물, 옥수수)
- βρῶσις (food that is eaten, or is to be eaten)
- νομή (음식, 사료, 영양분)
- εἶδαρ (음식, 사료, 영양분)