- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σάτυρος?

2군 변화 명사; 남성 그리스 고유 로마알파벳 전사: Satyros 고전 발음: [사뛰로] 신약 발음: [사뛰로]

기본형: Σάτυρος Σατύρου

형태분석: Σατυρ (어간) + ος (어미)

  1. 사튀로스 (바쿠스를 따르는 숲의 신)
  2. 음란한 사람, 호색가
  3. 사튀로스를 참여시킨 연극의 일종
  1. satyr
  2. lewd person
  3. A type of play which had satyrs in the chorus

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 Σάτυρος

사튀로스가

Σατύρω

사튀로스들이

Σάτυροι

사튀로스들이

속격 Σατύρου

사튀로스의

Σατύροιν

사튀로스들의

Σατύρων

사튀로스들의

여격 Σατύρῳ

사튀로스에게

Σατύροιν

사튀로스들에게

Σατύροις

사튀로스들에게

대격 Σάτυρον

사튀로스를

Σατύρω

사튀로스들을

Σατύρους

사튀로스들을

호격 Σάτυρε

사튀로스야

Σατύρω

사튀로스들아

Σάτυροι

사튀로스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λοχαγοὶ δὲ καὶ ταξίαρχοι οἱ Σάτυροι ἐγκαθειστήκεσαν καὶ τὸ μὲν σύνθημα ἦν ἅπασι τὸ εὐοῖ. (Lucian, (no name) 4:2)

    (루키아노스, (no name) 4:2)

  • ὧν ὁ μὲν κέρατα ἔχων καὶ ὅσον ἐξ ἡμισείας ἐς τὸ κάτω αἰγὶ ἐοικὼς καὶ γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν, ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων, σιμὸς τὴν ῥῖνα, ἐπὶ ὄνου τὰ πολλὰ ὀχούμενος, Λυδὸς οὗτος, οἱ δὲ Σάτυροι ὀξεῖς τὰ ὦτα, καὶ αὐτοὶ φαλακροί, κεράσται, οἱᾶ τοῖς ἄρτι γεννηθεῖσιν ἐρίφοις τὰ κέρατα ὑποφύεται, Φρύγες τινὲς ὄντες: (Lucian, Deorum concilium, (no name) 4:5)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 4:5)

  • τριῶν γοῦν οὐσῶν τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων, κόρδακος καὶ σικιννίδος καὶ ἐμμελείας, οἱ Διονύσου θεράποντες οἱ Σάτυροι ταύτας ἐφευρόντες ἀφ αὑτῶν ἑκάστην ὠνόμασαν, καὶ ταύτῃ τῇ τέχνῃ χρώμενος ὁ Διόνυσος, φασίν Τυρρηνοὺς καὶ Ἰνδοὺς καὶ Λυδοὺς ἐχειρώσατο καὶ φῦλον οὕτω μάχιμον τοῖς αὑτοῦ θιάσοις κατωρχήσατο. (Lucian, De saltatione, (no name) 22:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 22:2)

  • ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει τοῦτ ἐστίν, ὅτι μεμφόμενοι τὴν ἀνθρωποποιίαν καὶ μάλιστά γε τὰς γυναῖκας ὅμως ἐρᾶτε αὐτῶν καὶ οὐ διαλείπετε κατιόντες, ἄρτι μὲν ταῦροι,γεχνοἄρτι δὲ σάτυροι καὶ κύκνοι γενόμενοι, καὶ θεοὺς ἐξ αὐτῶν ποιεῖσθαι ἀξιοῦτε. (Lucian, Prometheus, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 17:1)

  • παρὰ δὲ μαινόμενοι Σάτυροι ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς, ἐς δὲ χορεύματα συνῆψαν τριετηρίδων, αἷς χαίρει Διόνυσος. (Euripides, choral, antistrophe 23)

    (에우리피데스, choral, antistrophe 23)

유의어

  1. 사튀로스

  2. 음란한 사람

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION