헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σάρξ

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σάρξ σαρκός

형태분석: σαρκ (어간) + ς (어미)

어원: sarko/s

  1. 살, 육체
  2. 몸체, 몸
  3. 고기, 과육
  4. 욕망, 육욕
  5. 육적인, 육체적인
  1. The material which covers the bones of a creature: flesh
  2. body
  3. the edible flesh of a fruit
  4. The seat of animalistic / immoral desires and thoughts, such as lust
  5. That which is opposed to the spiritual

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σάρξ

살이

σάρκε

살들이

σάρκες

살들이

속격 σαρκός

살의

σαρκοῖν

살들의

σαρκῶν

살들의

여격 σαρκί

살에게

σαρκοῖν

살들에게

σαρξίν*

살들에게

대격 σάρκα

살을

σάρκε

살들을

σάρκας

살들을

호격 σάρξ

살아

σάρκε

살들아

σάρκες

살들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀδελφὸσ πατρὸσ αὐτοῦ ἢ υἱὸσ ἀδελφοῦ πατρὸσ λυτρώσεται αὐτὸν ἢ ἀπὸ τῶν οἰκείων τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἐκ τῆσ φυλῆσ αὐτοῦ, λυτροῦται αὐτόν. ἐὰν δὲ εὐπορηθεὶσ ταῖσ χερσὶ λυτρῶται ἑαυτόν, (Septuagint, Liber Leviticus 25:49)

    (70인역 성경, 레위기 25:49)

  • μὴ γένηται ὡσεὶ ἴσον θανάτῳ, ὡσεὶ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρασ μητρὸσ καὶ κατεσθίει τὸ ἥμισυ τῶν σαρκῶν αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Numeri 12:12)

    (70인역 성경, 민수기 12:12)

  • ὥστε δοῦναι ἑνὶ αὐτῶν ἀπὸ τῶν σαρκῶν τῶν τέκνων αὐτοῦ, ὧν ἂν κατέσθῃ, διὰ τὸ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῷ οὐδὲν ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου καὶ ἐν τῇ θλίψει σου, ᾗ ἂν θλίψωσί σε οἱ ἐχθροί σου ἐν πάσαισ ταῖσ πόλεσί σου. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:55)

    (70인역 성경, 신명기 28:55)

  • οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ ἀποστείλασ τὴν χεῖρά σου ἅψαι τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ σαρκῶν αὐτοῦ. ἦ μὴν εἰσ πρόσωπόν σε εὐλογήσει. (Septuagint, Liber Iob 2:5)

    (70인역 성경, 욥기 2:5)

  • διατί με διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριοσ̣ ἀπὸ δὲ σαρκῶν μου οὐκ ἐμπίπλασθε̣ (Septuagint, Liber Iob 19:22)

    (70인역 성경, 욥기 19:22)

유의어

  1. 몸체

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION