σαλεύω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σαλεύω
Structure:
σαλεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cause to rock, make to oscillate, shake to and fro, to stir, up, to be shaken to and fro, totter, reel
- to move up and down, to roll, toss, to toss like a ship, to be tempest-tost, be in sore distress
- to ride, to ride at anchor on, depend
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ Κύριοσ Κύριοσ ὁ Θεὸσ ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἐφαπτόμενοσ τῆσ γῆσ καὶ σαλεύων αὐτήν, καὶ πενθήσουσι πάντεσ οἱ κατοικοῦντεσ αὐτήν, καὶ ἀναβήσεται ὡσ ποταμὸσ συντέλεια αὐτῆσ καὶ καταβήσεται ὡσ ποταμὸσ Αἰγύπτου. (Septuagint, Prophetia Amos 9:5)
- κυβερνήτην ἔξωθεν ἢ προσδέξεται λόγον ἀλλότριον ἄνθρωποσ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ σαλεύων, ἂν μὴ παρεσκευασμένον ἔχῃ τὸν οἰκεῖον λογισμόν. (Plutarch, De cohibenda ira, section 2 8:1)
- διὸ μᾶλλον ἐν χειμῶνι καὶ πελάγει ναῦσ ἔρημοσ ἀναλήφεται κυβερνή την ἔξωθεν ἢ προσδέξεται λόγον ἀλλότριον ἄνθρωποσ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ σαλεύων, ἂν μὴ παρεσκευασμένον ἔχῃ τὸν οἰκεῖον λογισμόν. (Plutarch, De cohibenda ira, section 2 2:1)
- ζεφύρῳ δὲ λαμπρῷ τοῦ πελάγουσ ἀνισταμένου καὶ τὰ πολλὰ τῶν τοῦ Σερτωρίου πλοίων ὑπὸ κουφότητοσ πλάγια ταῖσ ῥαχίαισ περιβάλλοντοσ, αὐτὸσ ὀλίγαισ ναυσὶ τῆσ μὲν θαλάσσησ ὑπὸ τοῦ χειμῶνοσ εἰργόμενοσ, τῆσ δὲ γῆσ ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἡμέρασ δέκα σαλεύων πρὸσ ἐναντίον κῦμα καὶ κλύδωνα τραχὺν ἐπιπόνωσ διεκαρτέρησεν. (Plutarch, Sertorius, chapter 7 4:1)
- κατεσκεύασε δὲ καὶ μηχανημάτων πολὺ πλῆθοσ ἀπίστων τοῖσ μεγέθεσι, δι’ ὧν τὰ τείχη σαλεύων ἐφιλοτιμεῖτο κατὰ κράτοσ ἑλεῖν τὴν πόλιν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 106 17:2)
Synonyms
-
to ride
- ὀχέω (to ride at anchor, ride at anchor)
- ὁρμίζω (to come to anchor, lie at anchor, anchor)
- ὁρμέω (to be moored, lie at anchor, to be dependent on)