헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σαλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σαλεύω

형태분석: σαλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sa/los

  1. 흔들다, 지르다, 젓다, 이동시키다, 발굴하다, 파내다, 흥분시키다, 휘젓다, 격하게 움직이다
  2. 흔들리다, 구르다, 부풀어오르다, 몸부림치다, 이곳저곳 돌아다니다
  3. 의존하다, 나르다, 타다, 운전하다
  1. to cause to rock, make to oscillate, shake to and fro, to stir, up, to be shaken to and fro, totter, reel
  2. to move up and down, to roll, toss, to toss like a ship, to be tempest-tost, be in sore distress
  3. to ride, to ride at anchor on, depend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαλεύω

(나는) 흔든다

σαλεύεις

(너는) 흔든다

σαλεύει

(그는) 흔든다

쌍수 σαλεύετον

(너희 둘은) 흔든다

σαλεύετον

(그 둘은) 흔든다

복수 σαλεύομεν

(우리는) 흔든다

σαλεύετε

(너희는) 흔든다

σαλεύουσιν*

(그들은) 흔든다

접속법단수 σαλεύω

(나는) 흔들자

σαλεύῃς

(너는) 흔들자

σαλεύῃ

(그는) 흔들자

쌍수 σαλεύητον

(너희 둘은) 흔들자

σαλεύητον

(그 둘은) 흔들자

복수 σαλεύωμεν

(우리는) 흔들자

σαλεύητε

(너희는) 흔들자

σαλεύωσιν*

(그들은) 흔들자

기원법단수 σαλεύοιμι

(나는) 흔들기를 (바라다)

σαλεύοις

(너는) 흔들기를 (바라다)

σαλεύοι

(그는) 흔들기를 (바라다)

쌍수 σαλεύοιτον

(너희 둘은) 흔들기를 (바라다)

σαλευοίτην

(그 둘은) 흔들기를 (바라다)

복수 σαλεύοιμεν

(우리는) 흔들기를 (바라다)

σαλεύοιτε

(너희는) 흔들기를 (바라다)

σαλεύοιεν

(그들은) 흔들기를 (바라다)

명령법단수 σάλευε

(너는) 흔들어라

σαλευέτω

(그는) 흔들어라

쌍수 σαλεύετον

(너희 둘은) 흔들어라

σαλευέτων

(그 둘은) 흔들어라

복수 σαλεύετε

(너희는) 흔들어라

σαλευόντων, σαλευέτωσαν

(그들은) 흔들어라

부정사 σαλεύειν

흔드는 것

분사 남성여성중성
σαλευων

σαλευοντος

σαλευουσα

σαλευουσης

σαλευον

σαλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σαλεύομαι

(나는) 흔들려진다

σαλεύει, σαλεύῃ

(너는) 흔들려진다

σαλεύεται

(그는) 흔들려진다

쌍수 σαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려진다

σαλεύεσθον

(그 둘은) 흔들려진다

복수 σαλευόμεθα

(우리는) 흔들려진다

σαλεύεσθε

(너희는) 흔들려진다

σαλεύονται

(그들은) 흔들려진다

접속법단수 σαλεύωμαι

(나는) 흔들려지자

σαλεύῃ

(너는) 흔들려지자

σαλεύηται

(그는) 흔들려지자

쌍수 σαλεύησθον

(너희 둘은) 흔들려지자

σαλεύησθον

(그 둘은) 흔들려지자

복수 σαλευώμεθα

(우리는) 흔들려지자

σαλεύησθε

(너희는) 흔들려지자

σαλεύωνται

(그들은) 흔들려지자

기원법단수 σαλευοίμην

(나는) 흔들려지기를 (바라다)

σαλεύοιο

(너는) 흔들려지기를 (바라다)

σαλεύοιτο

(그는) 흔들려지기를 (바라다)

쌍수 σαλεύοισθον

(너희 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

σαλευοίσθην

(그 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

복수 σαλευοίμεθα

(우리는) 흔들려지기를 (바라다)

σαλεύοισθε

(너희는) 흔들려지기를 (바라다)

σαλεύοιντο

(그들은) 흔들려지기를 (바라다)

명령법단수 σαλεύου

(너는) 흔들려져라

σαλευέσθω

(그는) 흔들려져라

쌍수 σαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려져라

σαλευέσθων

(그 둘은) 흔들려져라

복수 σαλεύεσθε

(너희는) 흔들려져라

σαλευέσθων, σαλευέσθωσαν

(그들은) 흔들려져라

부정사 σαλεύεσθαι

흔들려지는 것

분사 남성여성중성
σαλευομενος

σαλευομενου

σαλευομενη

σαλευομενης

σαλευομενον

σαλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσάλευον

(나는) 흔들고 있었다

ἐσάλευες

(너는) 흔들고 있었다

ἐσάλευεν*

(그는) 흔들고 있었다

쌍수 ἐσαλεύετον

(너희 둘은) 흔들고 있었다

ἐσαλευέτην

(그 둘은) 흔들고 있었다

복수 ἐσαλεύομεν

(우리는) 흔들고 있었다

ἐσαλεύετε

(너희는) 흔들고 있었다

ἐσάλευον

(그들은) 흔들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσαλευόμην

(나는) 흔들려지고 있었다

ἐσαλεύου

(너는) 흔들려지고 있었다

ἐσαλεύετο

(그는) 흔들려지고 있었다

쌍수 ἐσαλεύεσθον

(너희 둘은) 흔들려지고 있었다

ἐσαλευέσθην

(그 둘은) 흔들려지고 있었다

복수 ἐσαλευόμεθα

(우리는) 흔들려지고 있었다

ἐσαλεύεσθε

(너희는) 흔들려지고 있었다

ἐσαλεύοντο

(그들은) 흔들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ σαλευόντων δ’ ἐκείνων ἀλλ’ ἀπὸ γῆσ ἀμυνομένων, περιέπλευσε τὴν νῆσον ἑτέραισ ναυσί, καὶ πεζοὺσ ἐσ αὐτὴν ἐκβιβάσασ συνήλασε τοὺσ ἐχθροὺσ ἐπὶ τὰσ ναῦσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 11 6:6)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 11 6:6)

  • Ὡσ δὲ ἐφ’ ἕτερα τῆσ Ἰβηρίασ ὁ Μέτελλοσ ᾤχετο οὑ̓ γὰρ ἔτι δυσχερὲσ ἐδόκει Περπένναν ἐπιτρέψαι μόνῳ Πομπηίᾠ, ἐπὶ μέν τινασ ἡμέρασ ἐγίγνοντο ἁψιμαχίαι καὶ ἀπόπειραι Πομπηίου καὶ Περπέννα, μὴ σαλευόντων ἄθρουν τὸν στρατόν, τῇ δεκάτῃ δὲ ἀγὼν αὐτοῖσ μέγιστοσ ἐξερράγη. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 13 9:1)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 1, chapter 13 9:1)

  • ἵν’ ἀμφοτέροισ καὶ πρὸσ τὴν παραίτησιν ὀργῆσ, εἴ τι παροξυνθείη πρὸσ αὐτὴν ὁ βασιλεύσ, χρήσαιτο καὶ πρὸσ τὴν συνηγορίαν τῶν ὁμοεθνῶν ἐν τοῖσ ἐσχάτοισ σαλευόντων, μῖσόσ τε γενέσθαι τῷ βασιλεῖ πρὸσ τοὺσ ἐχθροὺσ τῶν Ιοὐδαίων καὶ τὴν ἀπώλειαν αὐτοῖσ τὴν μέλλουσαν, ἐὰν ὀλιγωρηθῶσιν ὑπ’ αὐτοῦ, κατασκευάσοντασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 279:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 11 279:1)

유의어

  1. 의존하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION