Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥυπαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥυπαρός ῥυπαρή ῥυπαρόν

Structure: ῥυπαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(u/sios

Sense

  1. foul, filthy, dirty, dirty, sordid

Examples

  • ἔστι δὲ τῆσ ἀνελευθερίασ τὸ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι χρήματα, καὶ τὸ μηδὲν ὄνειδοσ ἡγεῖσθαι τῶν ποιούντων τὸ κέρδοσ, βίοσ θητικὸσ καὶ δουλοπρεπὴσ καὶ ῥυπαρόσ, φιλοτιμίασ καὶ ἐλευθερίασ ἀλλότριοσ. (Aristotle, Virtues and Vices 41:1)
  • ἀλλ’ ὁ μὲν χαλκεὺσ [ὡσ χαλκεὺσ] ἐξιώσει τὸ σιδήριον καὶ ὄργανα πρὸσ τοῦτο ἕξει κατεσκευασμένα καὶ τὸ πινάκιον αὐτὸσ σὺ πλυνεῖσ, ὅταν μέλλῃσ ἐσθίειν, ἐὰν μὴ ᾖσ παντελῶσ ἀκάθαρτοσ καὶ ῥυπαρόσ· (Epictetus, Works, book 4, 13:2)
  • ῥυπαρόσ, μύστακα ἔχων μέχρι τῶν γονάτων, τί αὐτῷ εἰπεῖν ἔχω, ἀπὸ ποίασ αὐτὸν ὁμοιότητοσ ἐπαγαγεῖν; (Epictetus, Works, book 4, 28:1)
  • ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸσ ῥυπανθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιοσ δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιοσ ἁγιασθήτω ἔτι. (APOKALUYIS IWANOU, chapter 19 84:1)

Synonyms

  1. foul

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION