- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ῥυπαρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: rhyparos 고전 발음: [뤼빠로] 신약 발음: [뤼빠로]

기본형: ῥυπαρός ῥυπαρή ῥυπαρόν

형태분석: ῥυπαρ (어간) + ος (어미)

어원: ῥύσιος

  1. 더러운, 지저분한, 불쾌한, 불결한, 던지러운, 악취가 나는
  1. foul, filthy, dirty, dirty, sordid

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ῥυπαρός

더러운 (이)가

ῥυπαρά

더러운 (이)가

ῥυπαρόν

더러운 (것)가

속격 ῥυπαροῦ

더러운 (이)의

ῥυπαρᾶς

더러운 (이)의

ῥυπαροῦ

더러운 (것)의

여격 ῥυπαρῷ

더러운 (이)에게

ῥυπαρᾷ

더러운 (이)에게

ῥυπαρῷ

더러운 (것)에게

대격 ῥυπαρόν

더러운 (이)를

ῥυπαράν

더러운 (이)를

ῥυπαρόν

더러운 (것)를

호격 ῥυπαρέ

더러운 (이)야

ῥυπαρά

더러운 (이)야

ῥυπαρόν

더러운 (것)야

쌍수주/대/호 ῥυπαρώ

더러운 (이)들이

ῥυπαρά

더러운 (이)들이

ῥυπαρώ

더러운 (것)들이

속/여 ῥυπαροῖν

더러운 (이)들의

ῥυπαραῖν

더러운 (이)들의

ῥυπαροῖν

더러운 (것)들의

복수주격 ῥυπαροί

더러운 (이)들이

ῥυπαραί

더러운 (이)들이

ῥυπαρά

더러운 (것)들이

속격 ῥυπαρῶν

더러운 (이)들의

ῥυπαρῶν

더러운 (이)들의

ῥυπαρῶν

더러운 (것)들의

여격 ῥυπαροῖς

더러운 (이)들에게

ῥυπαραῖς

더러운 (이)들에게

ῥυπαροῖς

더러운 (것)들에게

대격 ῥυπαρούς

더러운 (이)들을

ῥυπαράς

더러운 (이)들을

ῥυπαρά

더러운 (것)들을

호격 ῥυπαροί

더러운 (이)들아

ῥυπαραί

더러운 (이)들아

ῥυπαρά

더러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσπερ γὰρ τὰ συμπαγέντα, κἂν χαλάσῃ τὸ ἐχέκολλον, ἐνδέχεται πάλιν δεθῆναι καὶ συνελθεῖν, συμφυοῦς δὲ σώματος ῥαγέντος ἢ σχισθέντος ἔργον ἐστὶ κόλλησιν εὑρεῖν καὶ σύμφυσιν οὕτως αἱ μὲν ὑπὸ χρείας συνημμέναι φιλίαι κἂν διαστῶσιν οὐ χαλεπῶς αὖθις ἀναλαμβάνουσιν, ἀδελφοὶ δὲ τοῦ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔτε ῥᾳδίως συνέρχονται, κἂν συνέλθωσι, ῥυπαρὰν καὶ ὕποπτον οὐλὴν αἱ διαλύσεις ἐφέλκονται. (Plutarch, De fraterno amore, section 7 1:3)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 7 1:3)

  • συνέρχονται, κἂν συνέλθωσι, ῥυπαρὰν καὶ ὕποπτον οὐλὴν αἱ διαλύσεις ἐφέλκονται. (Plutarch, De fraterno amore, section 7 4:6)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 7 4:6)

  • ἀστράψας δὲ ὅλος οὐκ ἄτακτον οὐδὲ ῥυπαρὰν ἀστραπήν, οἱάν χειμέριος ἐλαυνομένων βιαιότερον πολλάκις τῶν νεφῶν διῇξεν, ἀλλὰ καθαρὰν καὶ ἀμιγῆ παντὸς σκοτεινοῦ, μετέβαλε ῥᾳδίως ἅμα τῇ νοήσει. (Dio, Chrysostom, Orationes, 97:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 97:1)

  • ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις σπουδαῖς, ὅταν ὑμῖν ἐμπέσῃ τὸ τῆς ἀταξίας πνεῦμα, ὥσπερ ἂν τραχὺς ἄνεμος κινήσῃ θάλατταν ἰλυώδη καὶ ῥυπαράν, ἀτεχνῶς οἶμαι καθ Ὅμηρον ὁρᾶται ἀφρός τε καὶ ἄχνη καὶ φυκίων πλῆθος ἐκχεομένων: (Dio, Chrysostom, Orationes, 40:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 40:3)

  • ἀλλὰ μᾶλλον ἄλλην τινὰ ἀντεισάγαγε καλὴν καὶ γενναίαν φαντασίαν καὶ ταύτην τὴν ῥυπαρὰν ἔκβαλε. (Epictetus, Works, book 2, 25:3)

    (에픽테토스, Works, book 2, 25:3)

유의어

  1. 더러운

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION