Ancient Greek-English Dictionary Language

θεμιτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θεμιτός θεμιτή θεμιτόν

Structure: θεμιτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qe/mis

Sense

  1. allowed by the laws of God and men, righteous

Examples

  • ὦ Τρῶεσ ἀρηί̈φιλοι, Ζεὺσ ὑψιμέδων, ὃσ ἅπαντα δέρκεται, οὐκ αἴτιοσ θνατοῖσ μεγάλων ἀχέων, ἀλλ’ ἐν μέσῳ κεῖται κιχεῖν πᾶσιν ἀνθρώποισ Δίκαν ἰθεῖαν, ἁγνᾶσ Εὐνομίασ ἀκόλουθον καὶ πινυτᾶσ Θέμιτοσ· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 15 6:1)
  • Δίκα καὶ ὁμότροφοσ Εἰρήνα, ταμίαι ἀνδράσι πλούτου, χρύσεαι παῖδεσ εὐβούλου Θέμιτοσ· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 13 2:1)
  • διὰ Θέμιτόσ τε καὶ Διόσ, οὐδ’ αὖ, ὡσ Αἰσχύλοσ λέγει, ἐατέον ἀκούειν τοὺσ νέουσ, ὅτι ‐ θεὸσ μὲν αἰτίαν φύει βροτοῖσ,ὅταν κακῶσαι δῶμα παμπήδην θέλῃ. (Plato, Republic, book 2 395:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION