Ancient Greek-English Dictionary Language

πυρρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πυρρός πυρρή πυρρόν

Structure: πυρρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pu=r

Sense

  1. flame-coloured, yellowish-red, with red hair
  2. red, tawny
  3. red with blushes, red

Examples

  • πάλιν ἐκταπεινοῦσι καὶ καθυβρίζουσιν ἔν τισιν ἑορταῖσ, τῶν μὲν ἀνθρώπων τοὺσ πυρροὺσ καὶ προπηλακίζοντεσ, ὄνον δὲ κατακρημνίζοντεσ, ὡσ Κοπτῖται, διὰ τὸ πυρρὸν γεγονέναι τὸν Τυφῶνα καὶ ὀνώδη τὴν χρόαν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 30 2:1)
  • Αἰγύπτιοι δὲ πυρρόχρουν γεγονέναι τὸν Τυφῶνα νομίζοντεσ καὶ τῶν βοῶν τοὺσ πυρροὺσ καθιερεύουσιν, οὕτωσ ἀκριβῆ ποιούμενοι τὴν παρατήρησιν, ὥστε, κἂν μίαν ἔχῃ τρίχα μέλαιναν ἢ λευκήν, ἄθυτον ἡγεῖσθαι. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 311)
  • Αἰθίοπέσ τε <θεοὺσ σφετέρουσ> σιμοὺσ μέλανάσ τε Θρῇκέσ τε γλαυκοὺσ καὶ πυρρούσ <φασι πελέσθαι>· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 31)
  • τοὺσ δὲ πυρροὺσ βοῦσ συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῷ χρώματι γεγονέναι Τυφῶνα τὸν ἐπιβουλεύσαντα μὲν Ὀσίριδι, τυχόντα δὲ τιμωρίασ ὑπὸ τῆσ Ἴσιδοσ διὰ τὸν τἀνδρὸσ φόνον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 88 4:2)
  • τῶν μὲν οὖν Αἰγυπτίων ὀλίγουσ τινὰσ εὑρίσκεσθαι πυρρούσ, τῶν δὲ ξένων τοὺσ πλείουσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 88 5:2)

Synonyms

  1. red

  2. red with blushes

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION