Ancient Greek-English Dictionary Language

προχωρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προχωρέω προχωρήσω

Structure: προ (Prefix) + χωρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go or come forward, advance, to go on
  2. to proceed, advance, go on, to go on well, prosper
  3. it goes on well, have success, he could, succeed, it be, possible, when things went on well
  4. to advance

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχώρω προχώρεις προχώρει
Dual προχώρειτον προχώρειτον
Plural προχώρουμεν προχώρειτε προχώρουσιν*
SubjunctiveSingular προχώρω προχώρῃς προχώρῃ
Dual προχώρητον προχώρητον
Plural προχώρωμεν προχώρητε προχώρωσιν*
OptativeSingular προχώροιμι προχώροις προχώροι
Dual προχώροιτον προχωροίτην
Plural προχώροιμεν προχώροιτε προχώροιεν
ImperativeSingular προχῶρει προχωρεῖτω
Dual προχώρειτον προχωρεῖτων
Plural προχώρειτε προχωροῦντων, προχωρεῖτωσαν
Infinitive προχώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προχωρων προχωρουντος προχωρουσα προχωρουσης προχωρουν προχωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχώρουμαι προχώρει, προχώρῃ προχώρειται
Dual προχώρεισθον προχώρεισθον
Plural προχωροῦμεθα προχώρεισθε προχώρουνται
SubjunctiveSingular προχώρωμαι προχώρῃ προχώρηται
Dual προχώρησθον προχώρησθον
Plural προχωρώμεθα προχώρησθε προχώρωνται
OptativeSingular προχωροίμην προχώροιο προχώροιτο
Dual προχώροισθον προχωροίσθην
Plural προχωροίμεθα προχώροισθε προχώροιντο
ImperativeSingular προχώρου προχωρεῖσθω
Dual προχώρεισθον προχωρεῖσθων
Plural προχώρεισθε προχωρεῖσθων, προχωρεῖσθωσαν
Infinitive προχώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προχωρουμενος προχωρουμενου προχωρουμενη προχωρουμενης προχωρουμενον προχωρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχωρήσω προχωρήσεις προχωρήσει
Dual προχωρήσετον προχωρήσετον
Plural προχωρήσομεν προχωρήσετε προχωρήσουσιν*
OptativeSingular προχωρήσοιμι προχωρήσοις προχωρήσοι
Dual προχωρήσοιτον προχωρησοίτην
Plural προχωρήσοιμεν προχωρήσοιτε προχωρήσοιεν
Infinitive προχωρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προχωρησων προχωρησοντος προχωρησουσα προχωρησουσης προχωρησον προχωρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχωρήσομαι προχωρήσει, προχωρήσῃ προχωρήσεται
Dual προχωρήσεσθον προχωρήσεσθον
Plural προχωρησόμεθα προχωρήσεσθε προχωρήσονται
OptativeSingular προχωρησοίμην προχωρήσοιο προχωρήσοιτο
Dual προχωρήσοισθον προχωρησοίσθην
Plural προχωρησοίμεθα προχωρήσοισθε προχωρήσοιντο
Infinitive προχωρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προχωρησομενος προχωρησομενου προχωρησομενη προχωρησομενης προχωρησομενον προχωρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Ὁμοίωσ δὴ καὶ ἐπὶ πλειόνων τὸ μέγιστον κοινὸν μέτρον ληφθήσεται, καὶ τὸ πόρισμα προχωρήσει. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 1103)
  • ἐγγίσαντεσ δὲ τοῖσ περὶ τὴν ἀγορὰν τόποισ τὴν μὲν δύναμιν ἐπέστησαν κατὰ πορείαν, αὐτοὶ δὲ καὶ τὸν Φιλήμενον ἐκαραδόκουν, δεδιότεσ πῶσ σφίσι προχωρήσει καὶ τοῦτο τὸ μέροσ τῆσ ἐπιβολῆσ. (Polybius, Histories, book 8, chapter 29 3:1)
  • ταύτην δὲ τὴν ἀπόκρισιν ἐκθέμενοι, κηρύγματοσ ἔχουσαν διάθεσιν τοῖσ βουλομένοισ ἕνεκεν Ῥωμαίων ἀφίστασθαι τῆσ τῶν Ἀχαιῶν πολιτείασ, λοιπὸν τοὺσ πρεσβευτὰσ παρακατεῖχον, καραδοκοῦντεσ τὰ κατὰ τὴν Μεσσήνην, πῶσ προχωρήσει τοῖσ Ἀχαιοῖσ. (Polybius, Histories, book 23, b. olymp. 149, 2. i. res italiae 14:1)

Synonyms

  1. to go or come forward

  2. to proceed

  3. to advance

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION