- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρόσφατος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: prosphatos 고전 발음: [파또] 신약 발음: [파또]

기본형: πρόσφατος πρόσφατον

형태분석: προσφατ (어간) + ος (어미)

어원: πέφαμαι, perf. pass. of Φένω

  1. 신선한, 푸른, 생생한
  1. lately slain, fresh-slain
  2. fresh, recent
  3. recently, lately

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πρόσφατος

(이)가

πρόσφατον

(것)가

속격 προσφάτου

(이)의

προσφάτου

(것)의

여격 προσφάτῳ

(이)에게

προσφάτῳ

(것)에게

대격 πρόσφατον

(이)를

πρόσφατον

(것)를

호격 πρόσφατε

(이)야

πρόσφατον

(것)야

쌍수주/대/호 προσφάτω

(이)들이

προσφάτω

(것)들이

속/여 προσφάτοιν

(이)들의

προσφάτοιν

(것)들의

복수주격 πρόσφατοι

(이)들이

πρόσφατα

(것)들이

속격 προσφάτων

(이)들의

προσφάτων

(것)들의

여격 προσφάτοις

(이)들에게

προσφάτοις

(것)들에게

대격 προσφάτους

(이)들을

πρόσφατα

(것)들을

호격 πρόσφατοι

(이)들아

πρόσφατα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ οἴνου καὶ σίκερα ἁγνισθήσεται καὶ ὄξος ἐξ οἴνου καὶ ὄξος ἐκ σίκερα οὐ πίεται καὶ ὅσα κατεργάζεται ἐκ σταφυλῆς οὐ πίεται καὶ σταφυλὴν πρόσφατον καὶ σταφίδα οὐ φάγεται. (Septuagint, Liber Numeri 6:3)

    (70인역 성경, 민수기 6:3)

  • Ἐὰν δέ τις λάβῃ γυναῖκα προσφάτως, οὐκ ἐξελεύσεται εἰς πόλεμον, καὶ οὐκ ἐπιβληθήσεται αὐτῷ οὐδὲν πρᾶγμα. ἀθῷος ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ἐνιαυτὸν ἕνα, εὐφρανεῖ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἣν ἔλαβεν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 24:5)

    (70인역 성경, 신명기 24:5)

  • ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν. καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:17)

    (70인역 성경, 신명기 32:17)

  • ὅτι προσφάτως ἦσαν ἀναβεβηκότες ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, καὶ νεωστὶ πᾶς ὁ λαὸς συνελέλεκτο τῆς Ἰουδαίας, καὶ τὰ σκεύη καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ὁ οἶκος ἐκ τῆς βεβηλώσεως ἡγιασμένα ἦν. (Septuagint, Liber Iudith 4:3)

    (70인역 성경, 유딧기 4:3)

  • καὶ προκατελάβοντο πάσας τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐτειχίσαντο τὰς ἐν αὐτοῖς κώμας καὶ παρέθεντο εἰς ἐπισιτισμὸν εἰς παρασκευὴν πολέμου, ὅτι προσφάτως ἦν τὰ πεδία αὐτῶν τεθερισμένα. (Septuagint, Liber Iudith 4:5)

    (70인역 성경, 유딧기 4:5)

  • οὐκ ἔσται ἐν σοὶ Θεὸς πρόσφατος, οὐδὲ προσκυνήσεις Θεῷ ἀλλοτρίῳ. (Septuagint, Liber Psalmorum 80:10)

    (70인역 성경, 시편 80:10)

  • μὴ ἐγκαταλίπῃς φίλον ἀρχαῖον, ὁ γὰρ πρόσφατος οὐκ ἔστιν ἔπισος αὐτῷ. οἶνος νέος φίλος νέος. ἐὰν παλαιωθῇ, μετ᾿ εὐφροσύνης πίεσαι αὐτόν. (Septuagint, Liber Sirach 9:10)

    (70인역 성경, Liber Sirach 9:10)

  • τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος, ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 51 3:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 51 3:4)

  • "ἀλλὰ τὸν μὲν αὐτὸς ἀπώλεσεν κατὰ κεφαλῆς τύπτων τῇ μαχαίρᾳ, τοὺς δ ἄλλους ὀργὴ πρόσφατος ἐπίμπρα. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1871)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1871)

  • δεύτεραι αὖτε τράπεζαι ἐφωπλίζοντο γέμουσαι ἐν δ αὐταῖσιν ἐπῆν ἄπιοι καὶ πίονα μῆλα, ῥοιαί τε σταφυλαί τε, θεοῦ Βρομίοιο τιθῆναι, πρόσφατος ἥν θ ἁμάμαξυν ἐπίκλησιν καλέουσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 18:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 18:2)

유의어

  1. lately slain

  2. 신선한

  3. recently

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION