Ancient Greek-English Dictionary Language

προπίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προπίνω προπίομαι προὔπιον προπέπωκα

Structure: προ (Prefix) + πῑ́ν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to drink before
  2. to drink to, drink to his health, pledge
  3. to give freely, make a present of, to make, a drinking-present, give it carelessly, have been sacrificed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπῑ́νω προπῑ́νεις προπῑ́νει
Dual προπῑ́νετον προπῑ́νετον
Plural προπῑ́νομεν προπῑ́νετε προπῑ́νουσιν*
SubjunctiveSingular προπῑ́νω προπῑ́νῃς προπῑ́νῃ
Dual προπῑ́νητον προπῑ́νητον
Plural προπῑ́νωμεν προπῑ́νητε προπῑ́νωσιν*
OptativeSingular προπῑ́νοιμι προπῑ́νοις προπῑ́νοι
Dual προπῑ́νοιτον προπῑνοίτην
Plural προπῑ́νοιμεν προπῑ́νοιτε προπῑ́νοιεν
ImperativeSingular προπῑ́νε προπῑνέτω
Dual προπῑ́νετον προπῑνέτων
Plural προπῑ́νετε προπῑνόντων, προπῑνέτωσαν
Infinitive προπῑ́νειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προπῑνων προπῑνοντος προπῑνουσα προπῑνουσης προπῑνον προπῑνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προπῑ́νομαι προπῑ́νει, προπῑ́νῃ προπῑ́νεται
Dual προπῑ́νεσθον προπῑ́νεσθον
Plural προπῑνόμεθα προπῑ́νεσθε προπῑ́νονται
SubjunctiveSingular προπῑ́νωμαι προπῑ́νῃ προπῑ́νηται
Dual προπῑ́νησθον προπῑ́νησθον
Plural προπῑνώμεθα προπῑ́νησθε προπῑ́νωνται
OptativeSingular προπῑνοίμην προπῑ́νοιο προπῑ́νοιτο
Dual προπῑ́νοισθον προπῑνοίσθην
Plural προπῑνοίμεθα προπῑ́νοισθε προπῑ́νοιντο
ImperativeSingular προπῑ́νου προπῑνέσθω
Dual προπῑ́νεσθον προπῑνέσθων
Plural προπῑ́νεσθε προπῑνέσθων, προπῑνέσθωσαν
Infinitive προπῑ́νεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προπῑνομενος προπῑνομενου προπῑνομενη προπῑνομενης προπῑνομενον προπῑνομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "οὐχὶ καὶ Σωκράτει ταύτην προέπιεσ; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 2:9)

Synonyms

  1. to drink before

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION