헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρεσβεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρεσβεύω

형태분석: πρεσβεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pre/sbus

  1. 있다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 쳐다보다
  2. 제압하다, 넘다, 정복하다, 압도하다, 주재하다, 지배하다
  1. to be the elder or eldest, the eldest of, to be, eldest
  2. to take the first place, be best, to rank before, take precedence of, to rule over
  3. to place as eldest or first, to put first in rank, to pay honour or worship to, to be put in the first rank, hold the first place, is most notable
  4. to be an ambassador or go as one, serve or negociate as one
  5. to negotiate
  6. to send ambassadors, to go as ambassador
  7. his negotiations

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρεσβεύω

(나는) 있는다

πρεσβεύεις

(너는) 있는다

πρεσβεύει

(그는) 있는다

쌍수 πρεσβεύετον

(너희 둘은) 있는다

πρεσβεύετον

(그 둘은) 있는다

복수 πρεσβεύομεν

(우리는) 있는다

πρεσβεύετε

(너희는) 있는다

πρεσβεύουσιν*

(그들은) 있는다

접속법단수 πρεσβεύω

(나는) 있자

πρεσβεύῃς

(너는) 있자

πρεσβεύῃ

(그는) 있자

쌍수 πρεσβεύητον

(너희 둘은) 있자

πρεσβεύητον

(그 둘은) 있자

복수 πρεσβεύωμεν

(우리는) 있자

πρεσβεύητε

(너희는) 있자

πρεσβεύωσιν*

(그들은) 있자

기원법단수 πρεσβεύοιμι

(나는) 있기를 (바라다)

πρεσβεύοις

(너는) 있기를 (바라다)

πρεσβεύοι

(그는) 있기를 (바라다)

쌍수 πρεσβεύοιτον

(너희 둘은) 있기를 (바라다)

πρεσβευοίτην

(그 둘은) 있기를 (바라다)

복수 πρεσβεύοιμεν

(우리는) 있기를 (바라다)

πρεσβεύοιτε

(너희는) 있기를 (바라다)

πρεσβεύοιεν

(그들은) 있기를 (바라다)

명령법단수 πρέσβευε

(너는) 있어라

πρεσβευέτω

(그는) 있어라

쌍수 πρεσβεύετον

(너희 둘은) 있어라

πρεσβευέτων

(그 둘은) 있어라

복수 πρεσβεύετε

(너희는) 있어라

πρεσβευόντων, πρεσβευέτωσαν

(그들은) 있어라

부정사 πρεσβεύειν

있는 것

분사 남성여성중성
πρεσβευων

πρεσβευοντος

πρεσβευουσα

πρεσβευουσης

πρεσβευον

πρεσβευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρεσβεύομαι

πρεσβεύει, πρεσβεύῃ

πρεσβεύεται

쌍수 πρεσβεύεσθον

πρεσβεύεσθον

복수 πρεσβευόμεθα

πρεσβεύεσθε

πρεσβεύονται

접속법단수 πρεσβεύωμαι

πρεσβεύῃ

πρεσβεύηται

쌍수 πρεσβεύησθον

πρεσβεύησθον

복수 πρεσβευώμεθα

πρεσβεύησθε

πρεσβεύωνται

기원법단수 πρεσβευοίμην

πρεσβεύοιο

πρεσβεύοιτο

쌍수 πρεσβεύοισθον

πρεσβευοίσθην

복수 πρεσβευοίμεθα

πρεσβεύοισθε

πρεσβεύοιντο

명령법단수 πρεσβεύου

πρεσβευέσθω

쌍수 πρεσβεύεσθον

πρεσβευέσθων

복수 πρεσβεύεσθε

πρεσβευέσθων, πρεσβευέσθωσαν

부정사 πρεσβεύεσθαι

분사 남성여성중성
πρεσβευομενος

πρεσβευομενου

πρεσβευομενη

πρεσβευομενης

πρεσβευομενον

πρεσβευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπρέσβευον

(나는) 있고 있었다

ἐπρέσβευες

(너는) 있고 있었다

ἐπρέσβευεν*

(그는) 있고 있었다

쌍수 ἐπρεσβεύετον

(너희 둘은) 있고 있었다

ἐπρεσβευέτην

(그 둘은) 있고 있었다

복수 ἐπρεσβεύομεν

(우리는) 있고 있었다

ἐπρεσβεύετε

(너희는) 있고 있었다

ἐπρέσβευον

(그들은) 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπρεσβευόμην

ἐπρεσβεύου

ἐπρεσβεύετο

쌍수 ἐπρεσβεύεσθον

ἐπρεσβευέσθην

복수 ἐπρεσβευόμεθα

ἐπρεσβεύεσθε

ἐπρεσβεύοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to negotiate

  2. to send ambassadors

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION