헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολύτροπος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολύτροπος

형태분석: πολυτροπ (어간) + ος (어미)

어원: tre/pw

  1. 엉큼한, 다재 다능한, 솜씨 좋은, 손재주가 있는
  2. 복잡한
  1. much turned, much traveled, much wandering
  2. turning many ways
  3. (metaphoric) shifty, versatile, wily
  4. (of diseases) changeful, complicated

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολύτροπος

(이)가

πολύτροπον

(것)가

속격 πολυτρόπου

(이)의

πολυτρόπου

(것)의

여격 πολυτρόπῳ

(이)에게

πολυτρόπῳ

(것)에게

대격 πολύτροπον

(이)를

πολύτροπον

(것)를

호격 πολύτροπε

(이)야

πολύτροπον

(것)야

쌍수주/대/호 πολυτρόπω

(이)들이

πολυτρόπω

(것)들이

속/여 πολυτρόποιν

(이)들의

πολυτρόποιν

(것)들의

복수주격 πολύτροποι

(이)들이

πολύτροπα

(것)들이

속격 πολυτρόπων

(이)들의

πολυτρόπων

(것)들의

여격 πολυτρόποις

(이)들에게

πολυτρόποις

(것)들에게

대격 πολυτρόπους

(이)들을

πολύτροπα

(것)들을

호격 πολύτροποι

(이)들아

πολύτροπα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲν δὲ κυρώσασ τῶν φίλων παρόντων, ἀλλ’ ἐπὶ πολλὰ τῇ γνώμῃ πολυτρόπῳ παρὰ τὰσ τύχασ οὔσῃ κινήσασ αὑτόν, ἐξέταττε τὴν δύναμιν, τοὺσ μὲν Ἕλληνασ καὶ τοὺσ βαρβάρουσ παρορμῶν, ὑπὸ δὲ τῆσ φάλαγγοσ καὶ τῶν ἀργυρασπίδων αὐτὸσ παρακαλούμενοσ θαρρεῖν, ὡσ οὐ δεξομένων τῶν πολεμίων, καὶ γὰρ ἦσαν οἱ πρεσβύτατοι τῶν περὶ Φίλιππον καὶ Ἀλέξανδρον, ὥσπερ ἀθληταὶ πολέμων ἀήττητοι καὶ ἀπτῶτεσ εἰσ ἐκεῖνο χρόνου, πολλοὶ μὲν ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονότεσ, νεώτεροσ δὲ οὐδεὶσ ἑξηκονταετοῦσ. (Plutarch, chapter 16 3:1)

    (플루타르코스, chapter 16 3:1)

  • ἀλλ’ ἔστι τισ σύγκρασισ ἄνευ δὲ, τοῦ ἀληθοῦσ μάλιστα μὲν ἡ ποιητικὴ τῷ ποικίλῳ χρῆται καὶ πολυτρόπῳ. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 7 5:1)

    (플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 7 5:1)

  • ὑστερίζειν δὲ τούτου τοὺσ ἐν τῷ πολυχόρδῳ τε καὶ πολυτρόπῳ καταγιγνομένουσ Ὁ̔́τι δ’ οἱ παλαιοὶ οὐ δι’ ἄγνοιαν ἀπείχοντο τῆσ τρίτησ ἐν τῷ σπονδειάζοντι τρόπῳ, φανερὸν ποιεῖ ἡ ἐν τῇ κρούσει γενομένη χρῆσισ· (Pseudo-Plutarch, De musica, section 18 4:1)

    (위 플루타르코스, De musica, section 18 4:1)

  • Κατύλλῳ δὲ τότε μὲν ὑπῆρξε διὰ τὴν πρᾳότητα τῶν αὐτοκρατόρων μηδὲν πλεῖον ὑπομεῖναι καταγνώσεωσ, οὐκ εἰσ μακρὰν δὲ νόσῳ καταληφθεὶσ πολυτρόπῳ καὶ δυσιάτῳ χαλεπῶσ ἀπήλλαττεν, οὐ τὸ σῶμα μόνον κολαζόμενοσ, ἀλλ’ ἦν ἡ τῆσ ψυχῆσ αὐτῷ νόσοσ βαρυτέρα. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 508:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 508:1)

유의어

  1. turning many ways

  2. 엉큼한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION