헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλησίος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλησίος πλησίᾱ πλησίον

형태분석: πλησι (어간) + ος (어미)

어원: pe/las

  1. 가까운, 이웃한, 국경 근처의, 멀지 않은, 접해 있는, 근처의
  2. 가까운, 이웃한, 멀지 않은, 근처의
  1. near, close to, near, neighbouring, a neighbour
  2. near, nigh, hard by
  3. one's neighbour

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλησίος

가까운 (이)가

πλησίᾱ

가까운 (이)가

πλησίον

가까운 (것)가

속격 πλησίου

가까운 (이)의

πλησίᾱς

가까운 (이)의

πλησίου

가까운 (것)의

여격 πλησίῳ

가까운 (이)에게

πλησίᾱͅ

가까운 (이)에게

πλησίῳ

가까운 (것)에게

대격 πλησίον

가까운 (이)를

πλησίᾱν

가까운 (이)를

πλησίον

가까운 (것)를

호격 πλησίε

가까운 (이)야

πλησίᾱ

가까운 (이)야

πλησίον

가까운 (것)야

쌍수주/대/호 πλησίω

가까운 (이)들이

πλησίᾱ

가까운 (이)들이

πλησίω

가까운 (것)들이

속/여 πλησίοιν

가까운 (이)들의

πλησίαιν

가까운 (이)들의

πλησίοιν

가까운 (것)들의

복수주격 πλησίοι

가까운 (이)들이

πλησίαι

가까운 (이)들이

πλησία

가까운 (것)들이

속격 πλησίων

가까운 (이)들의

πλησιῶν

가까운 (이)들의

πλησίων

가까운 (것)들의

여격 πλησίοις

가까운 (이)들에게

πλησίαις

가까운 (이)들에게

πλησίοις

가까운 (것)들에게

대격 πλησίους

가까운 (이)들을

πλησίᾱς

가까운 (이)들을

πλησία

가까운 (것)들을

호격 πλησίοι

가까운 (이)들아

πλησίαι

가까운 (이)들아

πλησία

가까운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΕΙΣΗΛΘΟΝ εἰσ κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτόσ μου, ἔπιον οἶνόν μου μετὰ γάλακτόσ μου. φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:1)

    (70인역 성경, 아가 5:1)

  • ὅπωσ δὲ τὸ σύμβολον λαβόντεσ ἔπειτα πλησίοι καθεδούμεθ’, ὡσ ἂν χειροτονῶμεν ἅπανθ’ ὁπόσ’ ἂν δέῃ τὰσ ἡμετέρασ φίλασ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Exodus, strophe4)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Exodus, strophe4)

  • καὶ μὴν ἐσ αὐτὸν καιρὸν οἵδε πλησίοι πάρεισιν ἀνδρὸσ τοῦδε παῖσ τε καὶ γυνή, τάφον περιστελοῦντε δυστήνου νεκροῦ. (Sophocles, Ajax, episode, dialogue1)

    (소포클레스, Ajax, episode, dialogue1)

  • οἱ δὲ πλησίοι γύαι τόνδ’ ἱππότην Κολωνὸν εὔχονται σφίσιν ἀρχηγὸν εἶναι καὶ φέρουσι τοὔνομα τὸ τοῦδε κοινὸν πάντεσ ὠνομασμένοι. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:23)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 2:23)

  • οἳ δὲ παρ’ αὐτὸν πλησίοι ἔστησαν σάκε’ ὤμοισι κλίναντεσ δούρατ’ ἀνασχόμενοι· (Homer, Iliad, Book 11 57:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 11 57:2)

유의어

  1. 가까운

  2. one's neighbour

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION