πλεονεξία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πλεονεξία
형태분석:
πλεονεξι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 거만, 짐작, 거드름, 오만, 욕심, 자부심
- 이득, 이익, 장점, 몫
- the character and conduct of a pleone/kths, greediness, grasping, assumption, arrogance
- gain, advantage, one's own advantage
- advantage over
- a larger share of, gain made
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ δὲ Μενέλαοσ διὰ τὰσ τῶν κρατούντων πλεονεξίασ ἔμενεν ἐπὶ τῆσ ἀρχῆσ ἐπιφυόμενοσ τῇ κακίᾳ, μέγασ τῶν πολιτῶν ἐπίβουλοσ καθεστώσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:50)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 4:50)
- ἀρὰ ἔδεται ταύτην τὴν βουλήν. αὕτη γὰρ ἡ βουλὴ ἕνεκεν πλεονεξίασ. (Septuagint, Liber Isaiae 28:8)
(70인역 성경, 이사야서 28:8)
- ἐπεὶ δὲ ἐσ τοσοῦτον ἥκει πλεονεξίασ τε καὶ ἀνομίασ,^ ὥστε ἐφ’ οἷσ ἡσύχασα πολλάκισ οὐκ ἀγαπῶν, ἄλλ’ ^ ἤδη καὶ πλείω προσβιάζεται, ἀναγκαίωσ αὐτὸ εὐθύνω νῦν παρὰ τοῖσ ἀμφότερα εἰδόσιν ὑμῖν. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 2:1)
(루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 2:1)
- οὕτω γὰρ ἐξηρτήμεθα τῶν ἐλπίδων καὶ πρὸσ τὰσ δοκούσασ εἶναι πλεονεξίασ ἀπλήστωσ ἔχομεν, ὥστ’ οὐδὲ οἱ κεκτημένοι τοὺσ μεγίστουσ πλούτουσ μένειν ἐπὶ τούτοισ ἐθέλουσιν, ἀλλ’ ἀεὶ τοῦ πλείονοσ ὀρεγόμενοι περὶ τῶν ὑπαρχόντων κινδυνεύουσι. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 16 1:7)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 16 1:7)
- μὰ Δί’ οὐ τὰ τοιαῦτα κινάδη, οἳ πεποιήκασι μὲν οὐδὲν οὐδὲ πράξουσιν ἀγαθὸν ὑπὲρ τῆσ πόλεωσ, τὴν δὲ αὑτῶν ἀσφάλειαν τηροῦντεσ καὶ πανταχόθεν ἀργυριζόμενοι καὶ πεποιηκότεσ τὴν πόλιν ἀδοξοτέραν ἑαυτῶν, καὶ νῦν εἰλημμένοι δῶρα καθ’ ὑμῶν εἰληφότεσ, παρακρούονται ὑμᾶσ, καὶ ἀξιοῦσι τοιοῦτοι γεγενημένοι περὶ τῆσ ἑαυτῶν πλεονεξίασ παραγγέλλειν. (Dinarchus, Speeches, 47:2)
(디나르코스, 연설, 47:2)