헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιστέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιστέλλω περιστελῶ περιέστειλα

형태분석: περι (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 옷 입히다, 옷을 입히다, 싸다, 입다, 걸치다, 양념하다, 드레싱하다
  2. 매장하다, 묻다, 발굴하다
  3. 덮다, 감싸다, 감추다, 싸다
  4. 지키다, 보호하다, 유지하다, 방어하다, 보존하다, 돌보다
  1. to dress, clothe, wrap up, having wrapt, with earth, firmly
  2. to dress or lay out, to bury
  3. to wrap up, cloak, cover
  4. to take care of, protect, defend, to maintain, to uphold

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιστέλλω

(나는) 옷 입힌다

περιστέλλεις

(너는) 옷 입힌다

περιστέλλει

(그는) 옷 입힌다

쌍수 περιστέλλετον

(너희 둘은) 옷 입힌다

περιστέλλετον

(그 둘은) 옷 입힌다

복수 περιστέλλομεν

(우리는) 옷 입힌다

περιστέλλετε

(너희는) 옷 입힌다

περιστέλλουσιν*

(그들은) 옷 입힌다

접속법단수 περιστέλλω

(나는) 옷 입히자

περιστέλλῃς

(너는) 옷 입히자

περιστέλλῃ

(그는) 옷 입히자

쌍수 περιστέλλητον

(너희 둘은) 옷 입히자

περιστέλλητον

(그 둘은) 옷 입히자

복수 περιστέλλωμεν

(우리는) 옷 입히자

περιστέλλητε

(너희는) 옷 입히자

περιστέλλωσιν*

(그들은) 옷 입히자

기원법단수 περιστέλλοιμι

(나는) 옷 입히기를 (바라다)

περιστέλλοις

(너는) 옷 입히기를 (바라다)

περιστέλλοι

(그는) 옷 입히기를 (바라다)

쌍수 περιστέλλοιτον

(너희 둘은) 옷 입히기를 (바라다)

περιστελλοίτην

(그 둘은) 옷 입히기를 (바라다)

복수 περιστέλλοιμεν

(우리는) 옷 입히기를 (바라다)

περιστέλλοιτε

(너희는) 옷 입히기를 (바라다)

περιστέλλοιεν

(그들은) 옷 입히기를 (바라다)

명령법단수 περιστέλλε

(너는) 옷 입혀라

περιστελλέτω

(그는) 옷 입혀라

쌍수 περιστέλλετον

(너희 둘은) 옷 입혀라

περιστελλέτων

(그 둘은) 옷 입혀라

복수 περιστέλλετε

(너희는) 옷 입혀라

περιστελλόντων, περιστελλέτωσαν

(그들은) 옷 입혀라

부정사 περιστέλλειν

옷 입히는 것

분사 남성여성중성
περιστελλων

περιστελλοντος

περιστελλουσα

περιστελλουσης

περιστελλον

περιστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιστέλλομαι

(나는) 옷 입는다

περιστέλλει, περιστέλλῃ

(너는) 옷 입는다

περιστέλλεται

(그는) 옷 입는다

쌍수 περιστέλλεσθον

(너희 둘은) 옷 입는다

περιστέλλεσθον

(그 둘은) 옷 입는다

복수 περιστελλόμεθα

(우리는) 옷 입는다

περιστέλλεσθε

(너희는) 옷 입는다

περιστέλλονται

(그들은) 옷 입는다

접속법단수 περιστέλλωμαι

(나는) 옷 입자

περιστέλλῃ

(너는) 옷 입자

περιστέλληται

(그는) 옷 입자

쌍수 περιστέλλησθον

(너희 둘은) 옷 입자

περιστέλλησθον

(그 둘은) 옷 입자

복수 περιστελλώμεθα

(우리는) 옷 입자

περιστέλλησθε

(너희는) 옷 입자

περιστέλλωνται

(그들은) 옷 입자

기원법단수 περιστελλοίμην

(나는) 옷 입기를 (바라다)

περιστέλλοιο

(너는) 옷 입기를 (바라다)

περιστέλλοιτο

(그는) 옷 입기를 (바라다)

쌍수 περιστέλλοισθον

(너희 둘은) 옷 입기를 (바라다)

περιστελλοίσθην

(그 둘은) 옷 입기를 (바라다)

복수 περιστελλοίμεθα

(우리는) 옷 입기를 (바라다)

περιστέλλοισθε

(너희는) 옷 입기를 (바라다)

περιστέλλοιντο

(그들은) 옷 입기를 (바라다)

명령법단수 περιστέλλου

(너는) 옷 입어라

περιστελλέσθω

(그는) 옷 입어라

쌍수 περιστέλλεσθον

(너희 둘은) 옷 입어라

περιστελλέσθων

(그 둘은) 옷 입어라

복수 περιστέλλεσθε

(너희는) 옷 입어라

περιστελλέσθων, περιστελλέσθωσαν

(그들은) 옷 입어라

부정사 περιστέλλεσθαι

옷 입는 것

분사 남성여성중성
περιστελλομενος

περιστελλομενου

περιστελλομενη

περιστελλομενης

περιστελλομενον

περιστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιστελῶ

(나는) 옷 입히겠다

περιστελεῖς

(너는) 옷 입히겠다

περιστελεῖ

(그는) 옷 입히겠다

쌍수 περιστελεῖτον

(너희 둘은) 옷 입히겠다

περιστελεῖτον

(그 둘은) 옷 입히겠다

복수 περιστελοῦμεν

(우리는) 옷 입히겠다

περιστελεῖτε

(너희는) 옷 입히겠다

περιστελοῦσιν*

(그들은) 옷 입히겠다

기원법단수 περιστελοῖμι

(나는) 옷 입히겠기를 (바라다)

περιστελοῖς

(너는) 옷 입히겠기를 (바라다)

περιστελοῖ

(그는) 옷 입히겠기를 (바라다)

쌍수 περιστελοῖτον

(너희 둘은) 옷 입히겠기를 (바라다)

περιστελοίτην

(그 둘은) 옷 입히겠기를 (바라다)

복수 περιστελοῖμεν

(우리는) 옷 입히겠기를 (바라다)

περιστελοῖτε

(너희는) 옷 입히겠기를 (바라다)

περιστελοῖεν

(그들은) 옷 입히겠기를 (바라다)

부정사 περιστελεῖν

옷 입힐 것

분사 남성여성중성
περιστελων

περιστελουντος

περιστελουσα

περιστελουσης

περιστελουν

περιστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιστελοῦμαι

(나는) 옷 입겠다

περιστελεῖ, περιστελῇ

(너는) 옷 입겠다

περιστελεῖται

(그는) 옷 입겠다

쌍수 περιστελεῖσθον

(너희 둘은) 옷 입겠다

περιστελεῖσθον

(그 둘은) 옷 입겠다

복수 περιστελούμεθα

(우리는) 옷 입겠다

περιστελεῖσθε

(너희는) 옷 입겠다

περιστελοῦνται

(그들은) 옷 입겠다

기원법단수 περιστελοίμην

(나는) 옷 입겠기를 (바라다)

περιστελοῖο

(너는) 옷 입겠기를 (바라다)

περιστελοῖτο

(그는) 옷 입겠기를 (바라다)

쌍수 περιστελοῖσθον

(너희 둘은) 옷 입겠기를 (바라다)

περιστελοίσθην

(그 둘은) 옷 입겠기를 (바라다)

복수 περιστελοίμεθα

(우리는) 옷 입겠기를 (바라다)

περιστελοῖσθε

(너희는) 옷 입겠기를 (바라다)

περιστελοῖντο

(그들은) 옷 입겠기를 (바라다)

부정사 περιστελεῖσθαι

옷 입을 것

분사 남성여성중성
περιστελουμενος

περιστελουμενου

περιστελουμενη

περιστελουμενης

περιστελουμενον

περιστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέστελλον

(나는) 옷 입히고 있었다

περιέστελλες

(너는) 옷 입히고 있었다

περιέστελλεν*

(그는) 옷 입히고 있었다

쌍수 περιεστέλλετον

(너희 둘은) 옷 입히고 있었다

περιεστελλέτην

(그 둘은) 옷 입히고 있었다

복수 περιεστέλλομεν

(우리는) 옷 입히고 있었다

περιεστέλλετε

(너희는) 옷 입히고 있었다

περιέστελλον

(그들은) 옷 입히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεστελλόμην

(나는) 옷 입고 있었다

περιεστέλλου

(너는) 옷 입고 있었다

περιεστέλλετο

(그는) 옷 입고 있었다

쌍수 περιεστέλλεσθον

(너희 둘은) 옷 입고 있었다

περιεστελλέσθην

(그 둘은) 옷 입고 있었다

복수 περιεστελλόμεθα

(우리는) 옷 입고 있었다

περιεστέλλεσθε

(너희는) 옷 입고 있었다

περιεστέλλοντο

(그들은) 옷 입고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέστειλα

(나는) 옷 입혔다

περιέστειλας

(너는) 옷 입혔다

περιέστειλεν*

(그는) 옷 입혔다

쌍수 περιεστείλατον

(너희 둘은) 옷 입혔다

περιεστειλάτην

(그 둘은) 옷 입혔다

복수 περιεστείλαμεν

(우리는) 옷 입혔다

περιεστείλατε

(너희는) 옷 입혔다

περιέστειλαν

(그들은) 옷 입혔다

접속법단수 περιστείλω

(나는) 옷 입혔자

περιστείλῃς

(너는) 옷 입혔자

περιστείλῃ

(그는) 옷 입혔자

쌍수 περιστείλητον

(너희 둘은) 옷 입혔자

περιστείλητον

(그 둘은) 옷 입혔자

복수 περιστείλωμεν

(우리는) 옷 입혔자

περιστείλητε

(너희는) 옷 입혔자

περιστείλωσιν*

(그들은) 옷 입혔자

기원법단수 περιστείλαιμι

(나는) 옷 입혔기를 (바라다)

περιστείλαις

(너는) 옷 입혔기를 (바라다)

περιστείλαι

(그는) 옷 입혔기를 (바라다)

쌍수 περιστείλαιτον

(너희 둘은) 옷 입혔기를 (바라다)

περιστειλαίτην

(그 둘은) 옷 입혔기를 (바라다)

복수 περιστείλαιμεν

(우리는) 옷 입혔기를 (바라다)

περιστείλαιτε

(너희는) 옷 입혔기를 (바라다)

περιστείλαιεν

(그들은) 옷 입혔기를 (바라다)

명령법단수 περιστείλον

(너는) 옷 입혔어라

περιστειλάτω

(그는) 옷 입혔어라

쌍수 περιστείλατον

(너희 둘은) 옷 입혔어라

περιστειλάτων

(그 둘은) 옷 입혔어라

복수 περιστείλατε

(너희는) 옷 입혔어라

περιστειλάντων

(그들은) 옷 입혔어라

부정사 περιστείλαι

옷 입혔는 것

분사 남성여성중성
περιστειλᾱς

περιστειλαντος

περιστειλᾱσα

περιστειλᾱσης

περιστειλαν

περιστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεστειλάμην

(나는) 옷 입었다

περιεστείλω

(너는) 옷 입었다

περιεστείλατο

(그는) 옷 입었다

쌍수 περιεστείλασθον

(너희 둘은) 옷 입었다

περιεστειλάσθην

(그 둘은) 옷 입었다

복수 περιεστειλάμεθα

(우리는) 옷 입었다

περιεστείλασθε

(너희는) 옷 입었다

περιεστείλαντο

(그들은) 옷 입었다

접속법단수 περιστείλωμαι

(나는) 옷 입었자

περιστείλῃ

(너는) 옷 입었자

περιστείληται

(그는) 옷 입었자

쌍수 περιστείλησθον

(너희 둘은) 옷 입었자

περιστείλησθον

(그 둘은) 옷 입었자

복수 περιστειλώμεθα

(우리는) 옷 입었자

περιστείλησθε

(너희는) 옷 입었자

περιστείλωνται

(그들은) 옷 입었자

기원법단수 περιστειλαίμην

(나는) 옷 입었기를 (바라다)

περιστείλαιο

(너는) 옷 입었기를 (바라다)

περιστείλαιτο

(그는) 옷 입었기를 (바라다)

쌍수 περιστείλαισθον

(너희 둘은) 옷 입었기를 (바라다)

περιστειλαίσθην

(그 둘은) 옷 입었기를 (바라다)

복수 περιστειλαίμεθα

(우리는) 옷 입었기를 (바라다)

περιστείλαισθε

(너희는) 옷 입었기를 (바라다)

περιστείλαιντο

(그들은) 옷 입었기를 (바라다)

명령법단수 περιστείλαι

(너는) 옷 입었어라

περιστειλάσθω

(그는) 옷 입었어라

쌍수 περιστείλασθον

(너희 둘은) 옷 입었어라

περιστειλάσθων

(그 둘은) 옷 입었어라

복수 περιστείλασθε

(너희는) 옷 입었어라

περιστειλάσθων

(그들은) 옷 입었어라

부정사 περιστείλεσθαι

옷 입었는 것

분사 남성여성중성
περιστειλαμενος

περιστειλαμενου

περιστειλαμενη

περιστειλαμενης

περιστειλαμενον

περιστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα συνθάπτειν οὐδὲν εἰάσεν, ἀλλὰ ἐν φοινικίδι καὶ φύλλοισ ἐλαίασ θέντεσ τὸ σῶμα περιέστελλον. (Plutarch, Lycurgus, chapter 27 1:3)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 27 1:3)

유의어

  1. 매장하다

  2. 덮다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION