παράλιος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
παράλιος
παράλιᾱ
παράλιον
Structure:
παραλι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- by the sea
- the seacoast, sea-board
- the eastern coast of Attica
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- μία μὲν τῶν παραλίων, ὧν προειστήκει Μεγακλῆσ ὁ Ἀλκμέωνοσ, οἵπερ ἐδόκουν μάλιστα διώκειν τὴν μέσην πολιτείαν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 13 4:2)
- κἀκεῖνοσ μὲν ὑποφεύγων ἅμα τῶν ἱππέων ὀλίγοισ τῶν παραλίων τινὰσ πόλεων κατέσχεν, ὁ δὲ Πύρροσ ἐν εὐτυχήμασι τοσούτοισ μέγιστον αὐτῷ πρὸσ δόξαν οἰόμενοσ διαπεπρᾶχθαι τὸ περὶ τοὺσ Γαλάτασ, τὰ κάλλιστα καὶ λαμπρότατα τῶν λαφύρων ἀνέθηκεν εἷσ τὸ ἱερὸν τῆσ Ἰτωνίδοσ ’ Ἀθηνᾶσ, τόδε τὸ ἐλεγεῖον ἐπιγράψασ τοὺσ θυρεοὺσ ὁ Μολοσσὸσ Ἰτωνίδι δῶρον Ἀθάνᾳ Πύρροσ ἀπὸ θρασέων ἐκρέμασεν Γαλατᾶν, πάντα τὸν Ἀντιγόνου καθελὼν στρατὸν οὐ μέγα θαῦμα· (Plutarch, chapter 26 5:1)
- ἐπεὶ δὲ πλῆθοσ ἐν παράπλῳ νεῶν ἐκ τῶν παραλίων πόλεων ἀθροίσασ, πλὴν ὅσοι πειρατικῶν μετεῖχον ἀδικημάτων, εἰσ τὴν Κύπρον διεπέρασεν, ἐνταῦθα πυνθανόμενοσ τοὺσ πολεμίουσ ναυλοχοῦντασ ἐπὶ ταῖσ ἄκραισ παραφυλάττειν αὑτόν, ἐνεώλκησε τὰ σκάφη πάντα, καὶ ταῖσ πόλεσιν ἔγραψε περὶ χειμαδίων καὶ ἀγορᾶσ, ὡσ αὐτόθι τὴν ὡρ́αν ἀναμενῶν, εἶτα πλοῦ φανέντοσ ἐξαπίνησ κατασπάσασ τὰσ ναῦσ ἀνήχθη, καὶ μεθ’ ἡμέραν μὲν ὑφειμένοισ πλέων τοῖσ ἱστίοισ καὶ ταπεινοῖσ, νύκτωρ δ’ ἐπαιρομένοισ εἰσ Ῥόδον ἐσώθη. (Plutarch, Lucullus, chapter 3 2:1)
- διὰ τοῦτο, ὡσ ἧκεν εἰσ Αἴγυπτον ἤδη Κλεοπάτρασ καὶ Ἀντωνίου τεθνεώτων, οὐ μόνον αὐτοῦ ταῖσ ἄλλαισ τιμαῖσ, ἀλλὰ καὶ τῇ βασιλείᾳ προσέθηκεν τήν τε ὑπὸ Κλεοπάτρασ ἀποτμηθεῖσαν χώραν καὶ ἔξωθεν Γάδαρα καὶ Ἵππον καὶ Σαμάρειαν, πρὸσ δὲ τούτοισ τῶν παραλίων Γάζαν καὶ Ἀνθηδόνα καὶ Ιὄππην καὶ Στράτωνοσ πύργον· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 564:1)
- αἱ δὲ ἄλλαι περιπόλιοι τούτων ἢ τῶν παραλίων, ὧν εἰσιν Ἀμυζὼν Ἡράκλεια Εὔρωμοσ Χαλκήτορεσ· (Strabo, Geography, Book 14, chapter 2 43:3)
Synonyms
-
by the sea
- πόντιος (by the sea)
- ἅλιος (of the sea, sea)
- πόντιος (in the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἔφαλος (on the sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)
-
the seacoast