Ancient Greek-English Dictionary Language

παράλιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παράλιος παράλιᾱ παράλιον

Structure: παραλι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = pa/ralos

Sense

  1. by the sea
  2. the seacoast, sea-board
  3. the eastern coast of Attica

Examples

  • καὶ εἰσ τοὺσ παραλίουσ Χαναναίουσ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ εἰσ τοὺσ παραλίουσ Ἀμορραίουσ καὶ τοὺσ Χετταίουσ καὶ Φερεζαίουσ καὶ Ἰεβουσαίουσ τοὺσ ἐν τῷ ὄρει καὶ τοὺσ Εὐαίουσ καὶ τοὺσ ὑπὸ τὴν Ἀερμὼν εἰσ γῆν Μασσηφά. (Septuagint, Liber Iosue 11:3)
  • εὑρὼν δὲ πάντασ περιδεεῖσ καὶ τὴν ὠμότητα τὴν Μαρίου καθάπερ ἐφεστῶτοσ αὐτοῖσ τρέμοντασ, οὐδενὶ γενέσθαι φανερὸσ ἐθάρρησεν, ἀλλ’ εἰσ ἀγροὺσ ἐμβαλὼν παραλίουσ Οὐιβίου Πακιανοῦ σπήλαιον ἔχοντασ εὐμέγεθεσ, ἔκρυψεν ἑαυτόν, πρὸσ δὲ τὸν Οὐίβιον ἔπεμψεν ἕνα δοῦλον ἀποπειρώμενοσ, ἤδη καὶ τῶν ἐφοδίων ἐπιλιπόντων. (Plutarch, chapter 4 2:1)
  • πρῶτον μὲν γάρ ταῖσ ναυσὶ τὰ σιτηγὰ περικόπτων καὶ τοὺσ ἐμπόρουσ ληιζόμενοσ ἐκράτησε τῆσ ἀγορᾶσ, ἔπειτα τὰσ παραλίουσ πόλεισ ἐπιπλέων ᾕρει. (Plutarch, Caius Marius, chapter 42 1:2)
  • τὸν δὲ πεπρακότα Τοὺσ πατρῴουσ ἀγροὺσ παραλίουσ ὄντασ ἐπιδεικνύμενοσ προσεποιεῖτο θαυμάζειν ὡσ ἰσχυρότερον τῆσ θαλάττησ· (Plutarch, Marcus Cato, chapter 8 7:1)

Synonyms

  1. by the sea

  2. the seacoast

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION