- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀργίλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: orgilos 고전 발음: [길로] 신약 발음: [길로]

기본형: ὀργίλος ὀργίλη ὀργίλον

형태분석: ὀργιλ (어간) + ος (어미)

어원: ὀργή II

  1. 화난, 성난, 화를 곧잘 내는, 노한
  1. prone to anger, irascible, to be angry

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀργίλος

화난 (이)가

ὀργίλη

화난 (이)가

ὀργίλον

화난 (것)가

속격 ὀργίλου

화난 (이)의

ὀργίλης

화난 (이)의

ὀργίλου

화난 (것)의

여격 ὀργίλῳ

화난 (이)에게

ὀργίλῃ

화난 (이)에게

ὀργίλῳ

화난 (것)에게

대격 ὀργίλον

화난 (이)를

ὀργίλην

화난 (이)를

ὀργίλον

화난 (것)를

호격 ὀργίλε

화난 (이)야

ὀργίλη

화난 (이)야

ὀργίλον

화난 (것)야

쌍수주/대/호 ὀργίλω

화난 (이)들이

ὀργίλα

화난 (이)들이

ὀργίλω

화난 (것)들이

속/여 ὀργίλοιν

화난 (이)들의

ὀργίλαιν

화난 (이)들의

ὀργίλοιν

화난 (것)들의

복수주격 ὀργίλοι

화난 (이)들이

ὀργίλαι

화난 (이)들이

ὀργίλα

화난 (것)들이

속격 ὀργίλων

화난 (이)들의

ὀργιλῶν

화난 (이)들의

ὀργίλων

화난 (것)들의

여격 ὀργίλοις

화난 (이)들에게

ὀργίλαις

화난 (이)들에게

ὀργίλοις

화난 (것)들에게

대격 ὀργίλους

화난 (이)들을

ὀργίλας

화난 (이)들을

ὀργίλα

화난 (것)들을

호격 ὀργίλοι

화난 (이)들아

ὀργίλαι

화난 (이)들아

ὀργίλα

화난 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ ῥύστης μου ἐξ ἐχθρῶν μου ὀργίλων, ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με. (Septuagint, Liber Psalmorum 17:49)

    (70인역 성경, 시편 17:49)

  • κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 21:18)

    (70인역 성경, 잠언 21:18)

  • μὴ ἴσθι ἑταῖρος ἀνδρὶ θυμώδει, φίλῳ δὲ ὀργίλῳ μὴ συναυλίζου, (Septuagint, Liber Proverbiorum 22:26)

    (70인역 성경, 잠언 22:26)

  • ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:22)

    (70인역 성경, 잠언 29:22)

  • ἐπεὶ ἐὰν ὀργίλως με διάθησθε διὰ τῆς ἀπειθείας ὑμῶν, ἀναγκάσετέ με ἐπὶ δειναῖς κολάσεσιν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν διὰ τῶν βασάνων ἀπολέσαι. (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 8:9)

  • καί μοι δὸς ἐνταῦθα ἤδη ἐρέσθαι σε, εἰ ἐθέλοις ἂν ἔξω τῶν λόγων τὰ ἄλλα ἐοικέναι τῷ διδασκάλῳ, οὕτω μὲν ὀργίλος, οὕτω δὲ μικρολόγος, οὕτω δὲ φιλόνεικος ὢν καὶ φιλήδονος νὴ Δἴ, εἰ καὶ μὴ τοῖς πολλοῖς δοκεῖ. (Lucian, 165:1)

    (루키아노스, 165:1)

  • λέγω δὲ τὰς δυνάμεις καθ ἃς λέγονται κατὰ τὰ πάθη οἱ ἐνεργοῦντες, οἱο῀ν ὀργίλος ἀνάλγητος ἐρωτικὸς αἰσχυντηλὸς ἀναίσχυντος. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 47:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 47:1)

  • ὀργίλος μὲν γάρ ἐστιν ὁ μᾶλλον ἢ δεῖ ὀργιζόμενος καὶ θᾶττον καὶ πλείοσιν ἢ οἷς δεῖ, ἀνάλγητος δὲ ὁ ἐλλείπων καὶ οἷς καὶ ὅτε καὶ ὥς: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 58:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 58:1)

  • τῶν δ ἄκρων ὁ μὲν ὑπερβάλλων ὀργίλος ἔστω, ἡ δὲ κακία ὀργιλότης, ὁ δ ἐλλείπων ἀόργητός τις, ἡ δ ἔλλειψις ἀοργησία. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 84:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 84:1)

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION