헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀνειδίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀνειδίζω

형태분석: ὀνειδίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: in pass. sense

  1. 비난하다, 나무라다, 흠을 잡다
  2. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다
  1. to throw a reproach upon, cast in, teeth, object or impute, impute
  2. to reproach, upbraid
  3. did'st reproach, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειδίζω

ὀνειδίζεις

ὀνειδίζει

쌍수 ὀνειδίζετον

ὀνειδίζετον

복수 ὀνειδίζομεν

ὀνειδίζετε

ὀνειδίζουσιν*

접속법단수 ὀνειδίζω

ὀνειδίζῃς

ὀνειδίζῃ

쌍수 ὀνειδίζητον

ὀνειδίζητον

복수 ὀνειδίζωμεν

ὀνειδίζητε

ὀνειδίζωσιν*

기원법단수 ὀνειδίζοιμι

ὀνειδίζοις

ὀνειδίζοι

쌍수 ὀνειδίζοιτον

ὀνειδιζοίτην

복수 ὀνειδίζοιμεν

ὀνειδίζοιτε

ὀνειδίζοιεν

명령법단수 ὀνείδιζε

ὀνειδιζέτω

쌍수 ὀνειδίζετον

ὀνειδιζέτων

복수 ὀνειδίζετε

ὀνειδιζόντων, ὀνειδιζέτωσαν

부정사 ὀνειδίζειν

분사 남성여성중성
ὀνειδιζων

ὀνειδιζοντος

ὀνειδιζουσα

ὀνειδιζουσης

ὀνειδιζον

ὀνειδιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειδίζομαι

ὀνειδίζει, ὀνειδίζῃ

ὀνειδίζεται

쌍수 ὀνειδίζεσθον

ὀνειδίζεσθον

복수 ὀνειδιζόμεθα

ὀνειδίζεσθε

ὀνειδίζονται

접속법단수 ὀνειδίζωμαι

ὀνειδίζῃ

ὀνειδίζηται

쌍수 ὀνειδίζησθον

ὀνειδίζησθον

복수 ὀνειδιζώμεθα

ὀνειδίζησθε

ὀνειδίζωνται

기원법단수 ὀνειδιζοίμην

ὀνειδίζοιο

ὀνειδίζοιτο

쌍수 ὀνειδίζοισθον

ὀνειδιζοίσθην

복수 ὀνειδιζοίμεθα

ὀνειδίζοισθε

ὀνειδίζοιντο

명령법단수 ὀνειδίζου

ὀνειδιζέσθω

쌍수 ὀνειδίζεσθον

ὀνειδιζέσθων

복수 ὀνειδίζεσθε

ὀνειδιζέσθων, ὀνειδιζέσθωσαν

부정사 ὀνειδίζεσθαι

분사 남성여성중성
ὀνειδιζομενος

ὀνειδιζομενου

ὀνειδιζομενη

ὀνειδιζομενης

ὀνειδιζομενον

ὀνειδιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to throw a reproach upon

  2. 비난하다

  3. ~와 비교하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION