Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁμώνυμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὁμώνυμος ὁμώνυμον

Structure: ὁμωνυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/noma

Sense

  1. having the same name, with, namesake, namesake
  2. of like kind

Examples

  • "ἀγνοεῖτε δὲ ὅτι Λεύκολλοσ ὁ Ῥωμαίων στρατηγόσ, ὁ τὸν Μιθριδάτην καὶ Τιγράνην καταγωνισάμενοσ, πρῶτοσ διεκόμισεν εἰσ Ἰταλίαν τὸ φυτὸν τοῦτο ἀπὸ Κερασοῦντοσ Ποντικῆσ πόλεωσ, καὶ οὗτόσ ἐστιν ὁ καὶ τὸν καρπὸν καλέσασ κέρασον ὁμωνύμωσ τῇ πόλει, ὡσ ἱστοροῦσιν οἱ ἡμέτεροι συγγραφεῖσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 35 2:7)
  • "οὕτω τὸν ἐνιαυτόν, ᾧ πρώτῳ μετροῦμεν ἀνθρώπου βίον, ὁμωνύμωσ τῷ μετρουμένῳ γενεὰν ὠνόμασεν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 12 1:5)
  • ἀνάγκη ἄρα τρία φιλίασ εἴδη εἶναι, καὶ μήτε καθ’ ἓν ἁπάσασ μηδ’ ὡσ εἴδη ἑνὸσ γένουσ, μήτε πάμπαν λέγεσθαι ὁμωνύμωσ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 38:1)
  • καλεῖται δὲ ὁμωνύμωσ τῷ ξύλῳ σκυτάλη τὸ βιβλίον, ὡσ τῷ μετροῦντι τὸ μετρούμενον. (Plutarch, , chapter 19 7:2)
  • τὸν ἀπὸ τῆσ φηγοῦ καρπὸν ὁμωνύμωσ τοῖσ φέρουσιν. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 6 42:1)

Synonyms

  1. having the same name

  2. of like kind

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION