γενικός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
γενικός
γενική
γενικόν
Structure:
γενικ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- of or belonging to the genos
- principal, typical
- consisting of families
- sexual
- in kind
- (elliptically for γενική πτῶσις (ptôsis)) the genitive case
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ τούτων ζητηθείσησ τῆσ γενικῆσ γραφῆσ ἐν τῷ καταλοχισμῷ καὶ μὴ εὑρεθείσησ, ἐχωρίσθησαν τοῦ ἱερατεύειν. (Septuagint, Liber Esdrae I 5:39)
- οἱ μὲν γὰρ ἀκολούθωσ τῇ κοινῇ συνηθείᾳ σχηματίζοντεσ τὴν φράσιν τῷ τε θηλυκῷ γένει τῆσ προσηγορίασ τὸ θηλυκὸν ἂν ἔζευξαν μόριον, καὶ τὴν πτῶσιν τὴν αἰτιατικὴν ἂν ἀντὶ τῆσ γενικῆσ ἔταξαν τὸν τρόπον τόνδε· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 11 1:2)
- ἐπὶ μὲν γὰρ τῆσ γενικῆσ πτώσεωσ ἐξενήνοχεν τό τε μετοχικὸν ὄνομα τὸ μενόντων καὶ τὸ ἀντονομαστικὸν τὸ ἡμῶν, ἐπὶ δὲ τῆσ δοτικῆσ τὸ ὑποχωρήσασιν· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 12 1:1)
- προθεὶσ γὰρ ἡ μὲν ἐπιείκεια τοῦ διδάσκειν καθ’ ἡσυχίαν οὐ ψέγεται, ἔπειτα συνάψασ τῷ ἑνικῷ καὶ κατὰ τὴν ὀρθὴν ἐξενηνεγμένῳ πτῶσιν τὰ δὲ τοῦ πολέμου παρόντα ἤδη καὶ οὐ μέλλοντα ἐπιζεύγνσι τούτοισ ἑνικὸν καὶ κατὰ τὴν γενικὴν ἐσχηματισμένον πτῶσιν, εἴ τε ἄρθρον δεικτικὸν βούλεταί τισ αὐτὸ καλεῖν εἴ τε ἀντονομασίαν, τὸ αὐτοῦ· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 37 1:7)
- γενικώτερον δὲ μᾶλλον τὸ ἐφ’ ἡμῖν· (Plutarch, De fato, section 6 14:3)
- ἆρα γὰρ οὐδ’ ὁ λόγοσ ἐστὶ γενικόσ, οὗ εἴδη ὁ ἔμμετροσ καὶ ὁ πεζόσ; (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 12:7)
- ἢ λόγοσ μέν, ῥητορικὸσ δὲ λόγοσ οὐκ ἔστι γενικὸσ καὶ φράσισ καὶ ἀρετὴ λόγου; (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 12:8)
Synonyms
-
sexual
-
in kind
-
- αἰτιατικός ((elliptically for αἰτιατική πτῶσις ) the accusative case)
- ὀνομαστικός ((elliptically for ὀνομαστική πτῶσις ) the nominative case)
- κλητικός ((elliptically for κλητική πτῶσις ) the vocative case)
- δοτικός ((elliptically for δοτική πτῶσις ) the dative case)