헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁμότεχνος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁμότεχνος ὁμότεχνον

형태분석: ὁμοτεχν (어간) + ος (어미)

어원: te/xnh

  1. practising the same craft with, a fellow-workman

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὁμότεχνος

(이)가

ὁμότεχνον

(것)가

속격 ὁμοτέχνου

(이)의

ὁμοτέχνου

(것)의

여격 ὁμοτέχνῳ

(이)에게

ὁμοτέχνῳ

(것)에게

대격 ὁμότεχνον

(이)를

ὁμότεχνον

(것)를

호격 ὁμότεχνε

(이)야

ὁμότεχνον

(것)야

쌍수주/대/호 ὁμοτέχνω

(이)들이

ὁμοτέχνω

(것)들이

속/여 ὁμοτέχνοιν

(이)들의

ὁμοτέχνοιν

(것)들의

복수주격 ὁμότεχνοι

(이)들이

ὁμότεχνα

(것)들이

속격 ὁμοτέχνων

(이)들의

ὁμοτέχνων

(것)들의

여격 ὁμοτέχνοις

(이)들에게

ὁμοτέχνοις

(것)들에게

대격 ὁμοτέχνους

(이)들을

ὁμότεχνα

(것)들을

호격 ὁμότεχνοι

(이)들아

ὁμότεχνα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πότον τινὰ συγκροτοῦσαι αὐτ1ή τε καὶ Δημώνασσα ἡ Κορινθία, πλουτοῦσα δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁμότεχνοσ οὖσα τῇ Μεγίλλῃ, παρέλαβον κἀμὲ κιθαρίζειν αὐταῖσ· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:5)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:5)

  • ὑπὸ γάρ τινων εὐπόρων, καὶ στενῶν ἔνδοσιν ἀναλαμβανόντων, ἑκατέρῃ ἐπὴν ἐπιτύχωσι, εὐδοκιμέουσι, καὶ διαπιπτόντων ἐπὶ τὸ χεῖρον καταχλιδεῦσι, καταμεμεληκότεσ τὰ τῆσ τέχνησ ἀνυπεύθυνα, ἐφ’ οἷσ ἂν ἰητρὸσ ἀγαθὸσ ἀκμάζοι ὁμότεχνοσ καλεόμενοσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, vii.3)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, vii.3)

  • τοιαύτησ τινὸσ καὶ σὺ συνουσίασ ἐπιθυμεῖσ ἀνδρὸσ ὅστισ τυγχάνει ὁμότεχνοσ ὢν Καλλικρίτῃ τῇ Κυάνησ καὶ "ἐπίσταται τυραννικά," ὥσπερ ἐκείνην ἔφη ὁ ποιητήσ, ἵνα καὶ σὺ ἡμῖν τύραννοσ γένῃ καὶ τῇ πόλει; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 28:13)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 28:13)

  • καὶ γὰρ αὐτὸσ ὁμότεχνὸσ εἰμί σοι, καὶ εἰ βούλει, ἕπου πρὸσ τὴν ἀρτόπωλιν καὶ ὄψει με διὰ μιᾶσ ἐπῳδῆσ καὶ μικροῦ τοῦ ^ φαρμάκου πείθοντα αὐτὴν δοῦναί μοι τῶν ἄρτων, αἰνιττόμενοσ τὸ νόμισμα ὡσ τὰ ἴσα τῇ ἐπῳδῇ δυνάμενον. (Lucian, (no name) 23:2)

    (루키아노스, (no name) 23:2)

  • ἐπρίατο γάρ τισ ὁμότεχνόσ με γνώριμοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 77 5:7)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 77 5:7)

유의어

  1. practising the same craft with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION