Ancient Greek-English Dictionary Language

ὅμοιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὅμοιος

Structure: ὁμοι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ionic and old attic o(moi=os, h, on

Sense

  1. like, similar, the same
  2. shared, common, mutual
  3. equal

Examples

  • Ξενοφῶν δὲ καὶ Φίλιστοσ οἱ τούτοισ ἐπακμάσαντεσ οὔτε φύσεισ ὁμοίασ εἶχον οὔτε προαιρέσεισ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:1)
  • ἐπεὶ καὶ τῆσ μανίασ αὐτῆσ μυρία εἴδη ἐστὶν καὶ παμπόλλασ ἔχει τὰσ αἰτίασ καὶ οὐδὲ τὰσ προσηγορίασ αὐτὰσ ὁμοίασ· (Lucian, Abdicatus, (no name) 30:1)
  • ὅτι, ὦ Λυκῖνε, οὐκ ἰσομεγέθεισ εἶναί φημι τὰσ εἰκόνασ ὁμοίασ οὔσασ· (Lucian, Imagines, (no name) 17:8)
  • β Ὅτι Ξενοφῶν οὐκ ᾔδει τὰσ Κελτικὰσ κύνασ οὐδὲ τὰσ ταύταισ ὁμοίασ. (Arrian, Cynegeticus, chapter pr4)
  • ἐπεὶ δὲ ‐ ὡσ ὁ καλόσ που ῥήτωρ ἔφη ‐ τοῖσ τῶν νοσούντων σιτίοισ ἐοικότα λαμβάνουσι, τίσ ἔτι μηχανὴ μὴ οὐχὶ καὶ πρὸσ τοῦτο κακῶσ βεβουλεῦσθαι δοκεῖν αὐτούσ, ἀεὶ μενούσησ αὐτοῖσ ὁμοίασ τῆσ ὑποθέσεωσ τοῦ βίου; (Lucian, De mercede, (no name) 5:6)

Synonyms

  1. like

  2. shared

  3. equal

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION