- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀλέθριος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: olethrios 고전 발음: [올레리오] 신약 발음: [올래리오]

기본형: ὀλέθριος ὀλέθριον

형태분석: ὀλεθρι (어간) + ος (어미)

  1. 치명적인, 유해한, 파괴적인, 해로운, 죽을 운명의, 위험한
  2. 보잘것없은, 멸망한, 쓸모없는, 황폐한, 하찮은, 가치 없는
  1. destructive, deadly, of destruction, of death, fatally
  2. bringing ruin
  3. ruined, lost, undone, rascally, worthless

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὀλέθριος

치명적인 (이)가

ὀλέθριον

치명적인 (것)가

속격 ὀλεθρίου

치명적인 (이)의

ὀλεθρίου

치명적인 (것)의

여격 ὀλεθρίῳ

치명적인 (이)에게

ὀλεθρίῳ

치명적인 (것)에게

대격 ὀλέθριον

치명적인 (이)를

ὀλέθριον

치명적인 (것)를

호격 ὀλέθριε

치명적인 (이)야

ὀλέθριον

치명적인 (것)야

쌍수주/대/호 ὀλεθρίω

치명적인 (이)들이

ὀλεθρίω

치명적인 (것)들이

속/여 ὀλεθρίοιν

치명적인 (이)들의

ὀλεθρίοιν

치명적인 (것)들의

복수주격 ὀλέθριοι

치명적인 (이)들이

ὀλέθρια

치명적인 (것)들이

속격 ὀλεθρίων

치명적인 (이)들의

ὀλεθρίων

치명적인 (것)들의

여격 ὀλεθρίοις

치명적인 (이)들에게

ὀλεθρίοις

치명적인 (것)들에게

대격 ὀλεθρίους

치명적인 (이)들을

ὀλέθρια

치명적인 (것)들을

호격 ὀλέθριοι

치명적인 (이)들아

ὀλέθρια

치명적인 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. τάδε λέγει Κύριος. διότι ἐξήνεγκας σὺ ἄνδρα ὀλέθριον ἐκ τῆς χειρός σου, καὶ ἔσται ἡ ψυχή σου ἀντὶ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ καὶ ὁ λαός σου ἀντὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Regum 21:42)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 21:42)

  • ὅπερ, οἶμαι, καὶ Ὅμηρος ἐν τῷ περὶ Σειρήνων μύθῳ ᾐνίξατο παραπλεῖν κελεύσας τὰς ὀλεθρίους ταύτας τῶν ἀκουσμάτων ἡδονὰς καὶ ἀποφράττειν τὰ ὦτα καὶ μὴ ἀνέδην αὐτὰ ἀναπεταννύειν τοῖς πάθει προειλημμένοις, ἀλλ ἐπιστήσαντα ἀκριβῆ θυρωρὸν τὸν λογισμὸν ἅπασι τοῖς λεγομένοις τὰ μὲν ἄξια προσίεσθαι καὶ παραβάλλεσθαι, τὰ φαῦλα δ ἀποκλείειν καὶ ἀπωθεῖν: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 30:2)

  • καὶ ὁ μὲν καθεύδων δῆθεν κατέκειτο ὲν τῷ μέσῳ, κατῄει δὲ ἐπ αὐτὸν ἀπὸ τῆς ὀροφῆς ὡς ἐξ οὐρανοῦ ἀντὶ τῆς Σελήνης Ῥουτιλία τις ὡραιοτάτη, τῶν Καίσαρος οἰκονόμων τινὸς γυνή, ὡς ἀληθῶς ἐρῶσα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀντερωμένη ὑπ αὐτοῦ, καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς τοῦ ὀλεθρίου ἐκείνου ἀνδρὸς φιλήματά τε ἐγίγνετο ἐν τῷ μέσῳ καὶ περιπλοκαί. (Lucian, Alexander, (no name) 39:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 39:3)

  • πόνοι γὰρ καὶ πόνων ἀνάγκαι κρείσσονες κυκλοῦνται κοινὸν δ ἐξ ἰδίας ἀνοίας κακὸν τᾷ Σιμουντίδι γᾷ ὀλέθριον ἔμολε συμφορά τ ἀπ ἄλλων. (Euripides, Hecuba, choral, antistrophe1)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, antistrophe1)

  • ὀλέθριον ὀλέθριον κακόν. (Euripides, Hecuba, episode, lyric3)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric3)

  • οὐδὲ Κλέων αὐτὸν φοβήσει μέγα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ δυνάμενος καὶ κατέχων τὸ βῆμα, ὡς μὴ εἰπεῖν ὅτι ὀλέθριος καὶ μανικὸς ἄνθρωπος οὗτος ἦν: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:3)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:3)

  • οὔτε γὰρ τοῖς δουλουμένοις οὔτε τοῖς δουλωθεῖσιν ἄμεινον, αὐτοῖς καὶ παισὶ παίδων τε καὶ ἐκγόνοις, ἀλλ ὀλέθριος πάντως ἡ πεῖρα, σμικρὰ δὲ καὶ ἀνελεύθερα ψυχῶν ἤθη τὰ τοιαῦτα ἁρπάζειν κέρδη φιλεῖ, οὐδὲν τῶν εἰς τὸν ἔπειτα καὶ εἰς τὸν παρόντα καιρὸν ἀγαθῶν καὶ δικαίων εἰδότα θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων. (Plato, Epistles, Letter 7 73:4)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 73:4)

  • καίτοι "Δυσεντερίη," φησί που Ἱπποκράτης, "ἢν ἀπὸ χολῆς μελαίνης ἄρξηται, θανάσιμον," οὐ μὴν ἥ γ ἀπὸ τῆς ξανθῆς χολῆς ἀρχομένη πάντως ὀλέθριος, ἀλλ οἱ πλείους ἐξ αὐτῆς διασῴζονται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 943)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 943)

  • ἦν οὖν ὀλέθριος ἡ πορεία τοῖς Ἀθήναζε πεζῇ βαδίζουσιν ἐκ Πελοποννήσου: (Plutarch, chapter 6 6:1)

    (플루타르코스, chapter 6 6:1)

  • ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ, χρόνῳ καρτερὰ ἔσται καὶ ξυναποθνήσκειν γίγνεταί κοτε· καὶ τὰ σμικρὰ μεζόνων ποιέεται διαδέξιας· κἢν τὸ πρόσθεν ἐς κίνδυνον ἀσινὲς ᾖ, ὁ τόκος τῶνδε γίγνεται ὀλέθριος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 4)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 4)

유의어

  1. 치명적인

  2. bringing ruin

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION