헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λοίγιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λοίγιος λοίγιον

형태분석: λοιγι (어간) + ος (어미)

어원: loigo/s

  1. 치명적인, 죽을 운명의, 모진, 잔인한
  1. pestilent, deadly, fatal

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λοίγιος

치명적인 (이)가

λοίγιον

치명적인 (것)가

속격 λοιγίου

치명적인 (이)의

λοιγίου

치명적인 (것)의

여격 λοιγίῳ

치명적인 (이)에게

λοιγίῳ

치명적인 (것)에게

대격 λοίγιον

치명적인 (이)를

λοίγιον

치명적인 (것)를

호격 λοίγιε

치명적인 (이)야

λοίγιον

치명적인 (것)야

쌍수주/대/호 λοιγίω

치명적인 (이)들이

λοιγίω

치명적인 (것)들이

속/여 λοιγίοιν

치명적인 (이)들의

λοιγίοιν

치명적인 (것)들의

복수주격 λοίγιοι

치명적인 (이)들이

λοίγια

치명적인 (것)들이

속격 λοιγίων

치명적인 (이)들의

λοιγίων

치명적인 (것)들의

여격 λοιγίοις

치명적인 (이)들에게

λοιγίοις

치명적인 (것)들에게

대격 λοιγίους

치명적인 (이)들을

λοίγια

치명적인 (것)들을

호격 λοίγιοι

치명적인 (이)들아

λοίγια

치명적인 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λοίγιος

λοιγίου

치명적인 (이)의

λοιγιότερος

λοιγιοτέρου

더 치명적인 (이)의

λοιγιότατος

λοιγιοτάτου

가장 치명적인 (이)의

부사 λοιγίως

λοιγιότερον

λοιγιότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἴστω νῦν δόρυ θοῦρον, ὅτῳ περιώσιον ἄλλων κῦδοσ ἐνὶ πτολέμοισιν ἀείρομαι, οὐδέ μ’ ὀφέλλει Ζεὺσ τόσον, ὁσσάτιόν περ ἐμὸν δόρυ, μή νύ τι πῆμα λοίγιον ἔσσεσθαι, μηδ’ ἀκράαντον ἀέθλον Ἴδεω ἑσπομένοιο, καὶ εἰ θεὸσ ἀντιόῳτο. (Apollodorus, Argonautica, book 1 9:11)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 9:11)

  • Δαμόχαρι, κλυτόμητι δικασπόλε, σοὶ τόδε κῦδοσ, ὅττι γε τὴν Σμύρναν μετὰ λοίγια πήματα σεισμοῦ, ἐσσυμένωσ πονέων, αὖθισ πάλιν1 ἐξετέλεσσασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 431)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 431)

  • ὁλκάδα τὰν δείλαιον % ἀεὶ κλόνοσ, ᾗ γε τὰ πόντου χεύματα κἠν χέρσῳ λοίγια κἠν πελάγει. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 32 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 32 1:1)

  • τίνασ ἂν εἴποι λόγουσ ὁ Πηλεὺσ ἀκούων ὅτι ἀπόμαχόσ ἐστιν Ἀχιλλεύσ Πηλιάδεσ σκοπιαί, κουροτρόφοι, εἴπατε παιδί, ὃν Χείρων ἐδίδαξεν ἀριστεύειν ἐνὶ χάρμῃ, μῆνιν ἀπορρῖψαι καὶ λοίγιον ἔχθοσ Ἀχαιοῖσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4671)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4671)

  • ἦ δὴ λοίγια ἔργ’ ὅ τέ μ’ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεισ Ἥρῃ ὅτ’ ἄν μ’ ἐρέθῃσιν ὀνειδείοισ ἐπέεσσιν· (Homer, Iliad, Book 1 53:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 1 53:2)

유의어

  1. 치명적인

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION