- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄφελος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: ophelos 고전 발음: [오펠로] 신약 발음: [오팰로]

기본형: ὄφελος ὀφέλους

형태분석: ὀφελο (어간) + ς (어미)

어원: ὀφέλλω2

  1. 이익, 도움, 이득, 은혜, 장점, 양
  2. 상, 킹왕짱
  1. furtherance, advantage, help, good, benefit
  2. the best
  3. (governs the dative) help against something

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄφελος

이익이

ὀφέλει

이익들이

ὀφέλη

이익들이

속격 ὀφέλους

이익의

ὀφέλοιν

이익들의

ὀφελέων

이익들의

여격 ὀφέλει

이익에게

ὀφέλοιν

이익들에게

ὀφέλεσι(ν)

이익들에게

대격 ὄφελος

이익을

ὀφέλει

이익들을

ὀφέλη

이익들을

호격 ὄφελος

이익아

ὀφέλει

이익들아

ὀφέλη

이익들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐλέγχων ἐν ρήμασιν, οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐν λόγοις, οἷς οὐδὲν ὄφελος; (Septuagint, Liber Iob 15:3)

    (70인역 성경, 욥기 15:3)

  • ἵνα δέ σοι δῶ αὐτὰ ἐκεῖνα κεκρικέναι, ὅσα ὁ Καλλῖνος εἰς κάλλος ἢ ὁ ἀοίδιμος Ἀττικὸς σὺν ἐπιμελείᾳ τῇ πάσῃ ἔγραψαν,^ σοὶ τί ὄφελος, ὦ θαυμάσιε, τοῦ κτήματος οὔτε εἰδότι τὸ κάλλος αὐτῶν οὔτε χρησομένῳ ποτὲ οὐδὲν μᾶλλον ἢ τυφλὸς ἄν τις ἀπολαύσειε κάλλους παιδικῶν· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 2:1)

  • εἴ τις αὐλεῖν μὴ ἐπιστάμενος κτήσαιτο τοὺς Τιμοθέου αὐλοὺς ἢ τοὺς Ἰσμηνίου, οὓς ἑπτὰ ταλάντων ὁ Ἰσμηνίας ἐν Κορίνθῳ ἐπρίατο, ἆρ ἂν διὰ τοῦτο καὶ αὐλεῖν δύναιτο, ἢ οὐδὲν ὄφελος αὐτῷ τοῦ κτήματος οὐκ ἐπισταμένῳ χρήσασθαι κατὰ τὴν τέχνην· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:4)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 5:4)

  • οὐδὲν γὰρ ὄφελος ἀπορρήτου, φασί, καὶ ἀφανοῦς τῆς μουσικῆς. (Lucian, Harmonides 3:4)

    (루키아노스, Harmonides 3:4)

  • αὐτοί τε οὖν ἤδη συνεληλύθατε, ὅ τι περ ὄφελος ἐξ ἑκάστης πόλεως, αὐτὸ δὴ τὸ κεφάλαιον ἁπάντων Μακεδόνων, καὶ ὑποδέχεται πόλις ἡ ἀρίστη οὖσα οὐ κατὰ Πίσαν μὰ Δἴ οὐδὲ τὴν κεῖθι στενοχωρίαν καὶ σκηνὰς καὶ καλύβας καὶ πνῖγος, οἵ τε αὖ πανηγυρισταὶ οὐ συρφετώδης ὄχλος, ἀθλητῶν μᾶλλον φιλοθεάμονες, ἐν παρέργῳ οἱ πολλοὶ τὸν Ἡρόδοτον τιθέμενοι, ἀλλὰ ῥητόρων τε καὶ συγγραφέων καὶ σοφιστῶν οἱ δοκιμώτατοι, ὅσον οὐ μικρὸν ἤδη, μὴ τοὐμὸν παρὰ πολὺ ἐνδεέστερον φαίνηται τῶν Ὀλυμπίων. (Lucian, Herodotus 14:1)

    (루키아노스, Herodotus 14:1)

유의어

  1. help against something

관련어

명사

형용사

동사

감탄사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION