헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νοητός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νοητός νοητή νοητόν

형태분석: νοητ (어간) + ος (어미)

어원: noe/w

  1. perceptible to the mind, thinkable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 νοητός

(이)가

νοητή

(이)가

νοητόν

(것)가

속격 νοητοῦ

(이)의

νοητῆς

(이)의

νοητοῦ

(것)의

여격 νοητῷ

(이)에게

νοητῇ

(이)에게

νοητῷ

(것)에게

대격 νοητόν

(이)를

νοητήν

(이)를

νοητόν

(것)를

호격 νοητέ

(이)야

νοητή

(이)야

νοητόν

(것)야

쌍수주/대/호 νοητώ

(이)들이

νοητᾱ́

(이)들이

νοητώ

(것)들이

속/여 νοητοῖν

(이)들의

νοηταῖν

(이)들의

νοητοῖν

(것)들의

복수주격 νοητοί

(이)들이

νοηταί

(이)들이

νοητά

(것)들이

속격 νοητῶν

(이)들의

νοητῶν

(이)들의

νοητῶν

(것)들의

여격 νοητοῖς

(이)들에게

νοηταῖς

(이)들에게

νοητοῖς

(것)들에게

대격 νοητούς

(이)들을

νοητᾱ́ς

(이)들을

νοητά

(것)들을

호격 νοητοί

(이)들아

νοηταί

(이)들아

νοητά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὕλη δὲ ἡ μὲν αἰσθητή ἐστιν ἡ δὲ νοητή, αἰσθητὴ μὲν οἱο͂ν χαλκὸσ καὶ ξύλον καὶ ὅση κινητὴ ὕλη, νοητὴ δὲ ἡ ἐν τοῖσ αἰσθητοῖσ ὑπάρχουσα μὴ ᾗ αἰσθητά, οἱο͂ν τὰ μαθηματικά. (Aristotle, Metaphysics, Book 7 162:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 7 162:3)

  • ἔστι γὰρ ὕλη ἡ μὲν αἰσθητὴ ἡ δὲ νοητή. (Aristotle, Metaphysics, Book 7 180:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 7 180:3)

  • ὥστ’ οὐσίασ ἔστι μὲν ἧσ ἐνδέχεται εἶναι ὁρ́ον καὶ λόγον, οἱο͂ν τῆσ συνθέτου, ἐάν τε αἰσθητὴ ἐάν τε νοητὴ ᾖ· (Aristotle, Metaphysics, Book 8 41:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 8 41:1)

  • ἔστι δὲ τῆσ ὕλησ ἡ μὲν νοητὴ ἡ δ’ αἰσθητή, καὶ ἀεὶ τοῦ λόγου τὸ μὲν ὕλη τὸ δὲ ἐνέργειά ἐστιν, οἱο͂ν ὁ κύκλοσ σχῆμα ἐπίπεδον. (Aristotle, Metaphysics, Book 8 76:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 8 76:3)

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION