헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νησιώτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νησιώτης νησιώτου

형태분석: νησιωτ (어간) + ης (어미)

어원: nh=sos

  1. 섬사람, 도민
  2. 섬, 도
  1. an islander
  2. of or in an island, insular, island

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νησιώτης

섬사람이

νησιώτᾱ

섬사람들이

νησιῶται

섬사람들이

속격 νησιώτου

섬사람의

νησιώταιν

섬사람들의

νησιωτῶν

섬사람들의

여격 νησιώτῃ

섬사람에게

νησιώταιν

섬사람들에게

νησιώταις

섬사람들에게

대격 νησιώτην

섬사람을

νησιώτᾱ

섬사람들을

νησιώτᾱς

섬사람들을

호격 νησιῶτα

섬사람아

νησιώτᾱ

섬사람들아

νησιῶται

섬사람들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ νησιώτην σποράδα κέκτηται βίον; (Euripides, Rhesus, choral, strophe 16)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 16)

  • εἶτά σε κελεύσει ζηλοῦν ἐκείνουσ τοὺσ ἀρχαίουσ ἄνδρασ ἑώλα παραδείγματα παρατιθεὶσ τῶν λόγων οὐ ῥᾴδια μιμεῖσθαι, οἱᾶ τὰ τῆσ παλαιᾶσ ἐργασίασ ἐστίν, Ἡγησίου καὶ τῶν ἀμφὶ Κριτίον καὶ Νησιώτην, ἀπεσφιγμένα καὶ νευρώδη καὶ σκληρὰ καὶ ἀκριβῶσ ἀποτεταμένα ταῖσ γραμμαῖσ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 9:4)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 9:4)

  • δ’ ὁ θεὸσ εἰή καὶ πρόσ τι μουσικὸν ὄντα καὶ νησιώτην, ὑμνουμένησ τῆσ πελαγίου σειρῆνοσ, εὐμενῶσ καὶ καταγελᾶν τῶν ἐρωτημάτων ἐκείνων, ἃ σκώπτοντεσ ἐρωτῶσιν οὗτοι, δια τί Ἀπολλων συθ οὐδὲ τριγλοβο δὴ γινώσκοντα Ἀφροδίτην ὁμου κατὰ θάλατταν ποιουμένην αὑτῆσ ἱερὰ καὶ ἀδελφὰ καὶ μηδενὶ φονευομένῳ χαίρουσαν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 35 18:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 35 18:1)

  • καὶ τὸν νησιώτην καὶ τὸν Ιὤνα καὶ τὸν Ἑλλησπόντιον ἀφεὶσ αὑτὸν ἐσωφρόνιζε, καὶ τὰ τῆσ Σπάρτησ ἑώρα, σαφῶσ εἰδὼσ ὅτι τῶν νόμων καὶ τῆσ εὐταξίασ οὐδὲν δεῖ περὶ πλείονοσ ποιεῖσθαι. (Dio, Chrysostom, Orationes, 64:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 64:1)

유의어

  1. 섬사람

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION