- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νησιώτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: nēsiōtēs 고전 발음: [네:시오:떼:] 신약 발음: [네시오떼]

기본형: νησιώτης νησιώτου

형태분석: νησιωτ (어간) + ης (어미)

어원: νῆσος

  1. 섬사람, 도민
  2. 섬, 도
  1. an islander
  2. of or in an island, insular, island

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νησιώτης

섬사람이

νησιώτα

섬사람들이

νησιῶται

섬사람들이

속격 νησιώτου

섬사람의

νησιώταιν

섬사람들의

νησιωτῶν

섬사람들의

여격 νησιώτῃ

섬사람에게

νησιώταιν

섬사람들에게

νησιώταις

섬사람들에게

대격 νησιώτην

섬사람을

νησιώτα

섬사람들을

νησιώτας

섬사람들을

호격 νησιῶτα

섬사람아

νησιώτα

섬사람들아

νησιῶται

섬사람들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δ ἀμοιβὴ οὐκ ἔπαινος τοῦ οἴκου μόνον - τοῦτο μὲν γὰρ ἴσως ἐκείνῳ τῷ νησιώτῃ μειρακίῳ ἔπρεπε, τὴν Μενελάου οἰκίαν ὑπερεκπεπλῆχθαι καὶ πρὸς τὰ ἐν οὐρανῷ καλὰ τὸν ἐλέφαντα καὶ τὸν χρυσὸν αὐτῆς ἀπεικάζειν, ἅτε μηδὲν ἐν γῇ καλόν τι ἄλλο ἑωρακότι - - ἀλλὰ καὶ τὸ εἰπεῖν ἐν αὐτῷ καὶ τοὺς βελτίστους συγκαλέσαντα λόγων ἐπίδειξιν ποιήσασθαι μέρος τοῦ ἐπαίνου καὶ τοῦτο γένοιτο ἄν. (Lucian, De Domo, (no name) 3:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 3:1)

  • ἔπειτα Θεμιστοκλῆς, ἐφ οὗ τὴν πέμπτην τῶν κατὰ Φιλίππου δημηγοριῶν ἀπήγγειλε Δημοσθένης περὶ τὴς φυλακῆς τῶν νησιωτῶν καὶ τῶν ἐν Ἑλλησπόντῳ πόλεων, ἧς ἐστιν ἀρχή: (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 10 1:2)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 10 1:2)

  • καὶ ὅ γε πρῶτος ἡμῖν τοὺς νόμους τούτους διατυπώσας, εἴτε Κάδμος ὁ νησιώτης εἴτε Παλαμήδης ὁ Ναυπλίου, - καὶ Σιμωνίδῃ δὲ ἔνιοι προσάπτουσι τὴν προμήθειαν ταύτην - οὐ τῇ τάξει μόνον, καθ ἣν αἱ προεδρίαι βεβαιοῦνται διώρισαν, τί πρῶτον ἔσται ἢ δεύτερον, ἀλλὰ καὶ ποιότητας, ἃς ἕκαστον ἡμῶν ἔχει, καὶ δυνάμεις συνεῖδον. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 5:1)

  • καὶ σπεύδει τις εἰς τὴν πατρίδα, κἂν νησιώτης ᾖ, κἂν παρ ἄλλοις εὐδαιμονεῖν δύνηται, καὶ διδομένην ἀθανασίαν οὐ προσήσεται, προτιμῶν τὸν ἐπὶ τῆς πατρίδος τάφον, καὶ ὁ τῆς πατρίδος αὐτῷ καπνὸς λαμπρότερος ὀφθήσεται τοῦ παρ ἄλλοις πυρός. (Lucian, Patriae Encomium, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Patriae Encomium, (no name) 11:1)

  • νησιώτην σποράδα κέκτηται βίον· (Euripides, Rhesus, choral, strophe 16)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 16)

  • ὥστε ἐπὶ πολὺ ἐτεθήπειν πρὸς ταῦτα καὶ οὐκ ἐξήρκουν τῷ θαύματι, οἱό῀ν τι καὶ ὁ νησιώτης ἐκεῖνος νεανίσκος ἐπεπόνθει πρὸς τὴν τοῦ Μενελάου οἰκίαν. (Lucian, Scytha 19:2)

    (루키아노스, Scytha 19:2)

  • ὁ δὲ νησιώτης εἴς τε τοὺς πότους ἐστὶν εὖ πεφυκὼς καὶ πρὸς τὴν καθημερινὴν χρῆσιν οὐκ ἀνοίκειος. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 2:2)

  • οὐχ ὁ μὲν Ὀδυσσεὺς νησιώτης ἦν οὐδὲ τῶν συμμέτρων νήσων: (Dio, Chrysostom, Orationes, 24:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 24:2)

유의어

  1. 섬사람

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION