Ancient Greek-English Dictionary Language

μιστύλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μιστύλλω

Structure: μιστύλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. to cut up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μιστύλλω μιστύλλεις μιστύλλει
Dual μιστύλλετον μιστύλλετον
Plural μιστύλλομεν μιστύλλετε μιστύλλουσιν*
SubjunctiveSingular μιστύλλω μιστύλλῃς μιστύλλῃ
Dual μιστύλλητον μιστύλλητον
Plural μιστύλλωμεν μιστύλλητε μιστύλλωσιν*
OptativeSingular μιστύλλοιμι μιστύλλοις μιστύλλοι
Dual μιστύλλοιτον μιστυλλοίτην
Plural μιστύλλοιμεν μιστύλλοιτε μιστύλλοιεν
ImperativeSingular μίστυλλε μιστυλλέτω
Dual μιστύλλετον μιστυλλέτων
Plural μιστύλλετε μιστυλλόντων, μιστυλλέτωσαν
Infinitive μιστύλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μιστυλλων μιστυλλοντος μιστυλλουσα μιστυλλουσης μιστυλλον μιστυλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μιστύλλομαι μιστύλλει, μιστύλλῃ μιστύλλεται
Dual μιστύλλεσθον μιστύλλεσθον
Plural μιστυλλόμεθα μιστύλλεσθε μιστύλλονται
SubjunctiveSingular μιστύλλωμαι μιστύλλῃ μιστύλληται
Dual μιστύλλησθον μιστύλλησθον
Plural μιστυλλώμεθα μιστύλλησθε μιστύλλωνται
OptativeSingular μιστυλλοίμην μιστύλλοιο μιστύλλοιτο
Dual μιστύλλοισθον μιστυλλοίσθην
Plural μιστυλλοίμεθα μιστύλλοισθε μιστύλλοιντο
ImperativeSingular μιστύλλου μιστυλλέσθω
Dual μιστύλλεσθον μιστυλλέσθων
Plural μιστύλλεσθε μιστυλλέσθων, μιστυλλέσθωσαν
Infinitive μιστύλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μιστυλλομενος μιστυλλομενου μιστυλλομενη μιστυλλομενης μιστυλλομενον μιστυλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cut up

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION