헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθοφόρος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μισθοφόρος μισθοφόρον

형태분석: μισθοφορ (어간) + ος (어미)

어원: fe/rw

  1. receiving wages or pay, serving for hire, mercenary
  2. mercenaries, manned with mercenaries

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μισθοφόρος

(이)가

μισθόφορον

(것)가

속격 μισθοφόρου

(이)의

μισθοφόρου

(것)의

여격 μισθοφόρῳ

(이)에게

μισθοφόρῳ

(것)에게

대격 μισθοφόρον

(이)를

μισθόφορον

(것)를

호격 μισθοφόρε

(이)야

μισθόφορον

(것)야

쌍수주/대/호 μισθοφόρω

(이)들이

μισθοφόρω

(것)들이

속/여 μισθοφόροιν

(이)들의

μισθοφόροιν

(것)들의

복수주격 μισθοφόροι

(이)들이

μισθόφορα

(것)들이

속격 μισθοφόρων

(이)들의

μισθοφόρων

(것)들의

여격 μισθοφόροις

(이)들에게

μισθοφόροις

(것)들에게

대격 μισθοφόρους

(이)들을

μισθόφορα

(것)들을

호격 μισθοφόροι

(이)들아

μισθόφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ τί βουλόμενοι δεῦρο ἥκετε ἄνδρα ἐργάτην καὶ μισθοφόρον ἐνοχλήσοντεσ; (Lucian, Timon, (no name) 34:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 34:2)

  • τούτοισ ὁ μὲν Πολύβιόσ φησιν ἔτι κοιμωμένοισ ἐπιπεσεῖν τοὺσ Ῥωμαίουσ, ὁ δὲ Νασικᾶσ ὀξὺν ἀγῶνα περὶ τοῖσ ἄκροισ γενέσθαι καὶ κίνδυνον, αὐτὸσ δὲ Θρᾷκα μισθοφόρον εἰσ χεῖρασ συνδραμόντα τῷ ξυστῷ διὰ τοῦ στήθουσ πατάξασ καταβαλεῖν, ἐκβιασθέντων δὲ τῶν πολεμίων, καὶ τοῦ Μίλωνοσ αἴσχιστα φεύγοντοσ ἄνευ τῶν ὅπλων μονοχίτωνοσ, ἀσφαλῶσ ἀκολουθεῖν, ἅμα καταβιβάζων εἰσ τὴν χώραν τὸ στράτευμα. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 16 2:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 16 2:1)

  • ἡττηθέντεσ δὲ τῇ περὶ Ἐρέτριαν ναυμαχίᾳ, καὶ τῆσ Εὐβοίασ ἀποστάσησ ὅλησ πλὴν Ὠρεοῦ, χαλεπῶσ ἐνεγκόντεσ ἐπὶ τῇ συμφορᾷ μάλιστα τῶν προγεγενημένων πλείω γὰρ ἐκ τῆσ Εὐβοίασ ἢ τῆσ Ἀττικῆσ ἐτύγχανον ὠφελούμενοι, κατέλυσαν τοὺσ τετρακοσίουσ, καὶ τὰ πράγματα παρέδωκαν τοῖσ πεντακισχιλίοισ τοῖσ ἐκ τῶν ὅπλων, ψηφισάμενοι μηδεμίαν ἀρχὴν εἶναι μισθοφόρον. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 33 1:2)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 33 1:2)

  • μισθοφόρον δ’ ἐκκλησίαν τὸ μὲν πρῶτον ἀπέγνωσαν ποιεῖν· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 41 3:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 41 3:1)

  • ὁ μὲν Ἀθηναῖοσ Ἰφικράτησ τὸν μισθοφόρον ἠξίου στρατιώτην καὶ φιλόπλουτον εἶναι καὶ φιλήδονον, ὅπωσ ταῖσ ἐπιθυμίαισ χορηγίαν ἐπιζητῶν ἀγωνίζηται παραβολώτερον, οἱ δὲ πλεῖστοι, καθάπερ ἐρρωμένον σῶμα, τὸ στρατιωτικὸν ἀξιοῦσιν ἰδίᾳ μηδέποτε χρώμενον ὁρμῇ συγκινεῖσθαι τῇ τοῦ στρατηγοῦ. (Plutarch, Galba, chapter 1 1:1)

    (플루타르코스, Galba, chapter 1 1:1)

유의어

  1. receiving wages or pay

  2. mercenaries

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION