- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μήτηρ?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: mētēr 고전 발음: [메:떼:] 신약 발음: [메떼]

기본형: μήτηρ μητέρος

형태분석: μητερ (어간)

  1. 어머니, 어미
  1. mother
  2. source or origin

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μήτηρ

어머니가

μήτερε

어머니들이

μήτερες

어머니들이

속격 μήτερος, μητρός

어머니의

μητέροιν

어머니들의

μητέρων

어머니들의

여격 μήτερι, μητρί

어머니에게

μητέροιν

어머니들에게

μητράσι

어머니들에게

대격 μήτερα

어머니를

μήτερε

어머니들을

μήτερας

어머니들을

호격 μῆτερ

어머니야

μήτερε

어머니들아

μήτερες

어머니들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν μὲν δὴ πρώτην ἀνατροφὴν αὐτῶν μητράσι καὶ τίτθαις καὶ παιδαγωγοῖς ἐπιτρέπομεν ὑπὸ παιδείαις ἐλευθερίοις ἄγειν τε καὶ τρέφειν αὐτούς, ἐπειδὰν δὲ συνετοὶ ἤδη γίγνωνται τῶν καλῶς ἐχόντων, καὶ αἰδὼς καὶ ἐρύθημα καὶ φόβος καὶ ἐπιθυμία τῶν ἀρίστων ἀναφύηται αὐτοῖς, καὶ αὐτὰ ἤδη τὰ σώματα ἀξιόχρεα δοκῇ πρὸς τοὺς πόνους παγιώτερα γιγνόμενα καὶ πρὸς τὸ ἰσχυρότερον συνιστάμενα, τηνικαῦτα ἤδη παραλαβόντες. (Lucian, Anacharsis, (no name) 20:7)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 20:7)

  • καὶ φονευομένων οὔτε ναὸς ἦν καθαρὸς θεοῦ οὔτε ἑστία ξένιος οὔτε οἶκος πατρῷος, ἀλλὰ καὶ παρὰ γυναιξὶ γαμεταῖς ἄνδρες ἐσφάττοντο καὶ παρὰ μητράσι παῖδες. (Plutarch, Sulla, chapter 31 5:2)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 31 5:2)

  • ὅθεν ἐγὼ οἶμαι ξυμβῆναι αὐτοῖς τὸ ταῖς μητράσι μίγνυσθαι: (Dio, Chrysostom, Orationes, 9:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 9:1)

  • ἐν δὲ τῷ Περὶ πολιτείας καὶ μητράσι λέγει συνέρχεσθαι καὶ θυγατράσι καὶ υἱοῖς: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 10:3)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 10:3)

  • περὶ ἧς οὐδὲν ἔχομεν λέγειν σαφὲς πλὴν ὅτι ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν ὑπάρχουσιν οἱ κατοικοῦντες αὐτήν, ἀνθρωποφάγοι τε ὄντες καὶ πολυφάγοι, τούς τε πατέρας τελευτήσαντας κατεσθίειν ἐν καλῷ τιθέμενοι καὶ φανερῶς μίσγεσθαι ταῖς τε ἄλλαις γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖς. (Strabo, Geography, book 4, chapter 5 8:3)

    (스트라본, 지리학, book 4, chapter 5 8:3)

유의어

  1. 어머니

  2. source or origin

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION