헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάμμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μάμμη

형태분석: μαμμ (어간) + η (어미)

  1. 할머니, 할머님
  1. mamma, mammy
  2. mother's breast
  3. (later) grandmother

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ τῶν ἐμῶν παίδων, οἱ μὲν ἄγαμοι, οἱ δὲ γήμαντεσ ἀνόνητοι. οὐκ ὄψομαι ὑμῶν τέκνα, οὐδὲ μάμμη κληθεῖσα μακαρισθήσομαι. (Septuagint, Liber Maccabees IV 16:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 16:9)

  • ὁ δὲ Ἆγισ οὕτω πολὺ παρήλλαττεν εὐφυϊᾴ καὶ φρονήματι ψυχῆσ οὐ μόνον τοῦτον, ἀλλὰ σχεδὸν ἅπαντασ ὅσοι μετ’ Ἀγησίλαον τὸν μέγαν ἐβασίλευσαν, ὥστε μηδέπω γεγονὼσ εἰκοστὸν ἔτοσ, ἐντεθραμμένοσ δὲ πλούτοισ καὶ τρυφαῖσ γυναικῶν, τῆσ τε μητρὸσ Ἀγησιστράτασ καὶ τῆσ μάμμησ Ἀρχιδαμίασ, αἳ πλεῖστα χρήματα Λακεδαιμονίων ἐκέκτηντο, πρόσ τε τὰσ ἡδονὰσ εὐθὺσ ἀπισχυρίσασθαι, καὶ τὸν ἐπιπρέψαι μάλιστα τῇ χάριτι τῆσ μορφῆσ ὡραϊσμὸν δοκοῦντα περισπάσασ τοῦ σώματοσ, καὶ πᾶσαν ἐκδὺσ καὶ διαφυγὼν πολυτέλειαν, ἐγκαλλωπίζεσθαι τῷ τριβωνίῳ, καὶ δεῖπνα καὶ λουτρὰ καὶ διαίτασ Λακωνικὰσ ζητεῖν, καὶ λέγειν ὡσ οὐδὲν δέοιτο τῆσ βασιλείασ, εἰ μὴ δι’ αὐτὴν ἀναλήψοιτο τοὺσ νόμουσ καὶ τὴν πάτριον ἀγωγήν. (Plutarch, Agis, chapter 4 1:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 4 1:1)

  • ἤδη γὰρ ᾔσθηντο πολλοὶ τὴν σύλληψιν, καὶ θόρυβοσ ἦν ἐπὶ ταῖσ θύραισ καὶ φῶτα πολλά, καὶ παρῆσαν ἥ τε μήτηρ τοῦ Ἄγιδοσ καὶ ἡ μάμμη βοῶσαι καὶ δεόμεναι τὸν βασιλέα τῶν Σπαρτιατῶν λόγου καὶ κρίσεωσ τυχεῖν ἐν τοῖσ πολίταισ. (Plutarch, Agis, chapter 19 7:1)

    (플루타르코스, Agis, chapter 19 7:1)

  • δύ’ ὕδατοσ, ὦ μάμμη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 36 1:7)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 36 1:7)

  • ’Εἴπ’ ὦ μάμμη, ὅτ’ ὤδινεσ καὶ ἔτικτέσ με, τίσ ἡμέρα; (Theophrastus, Characters, 7:1)

    (테오프라스토스, Characters, 7:1)

  • υ τετρηκόσι’ ἐστὶν ἔχεισ δὲ σὺ τοὺσ ἐνιαυτοὺσ δὶσ τόσσουσ, τρυφερὴ Λαῒ κορωνεκάβη, Σισύφου ὦ μάμμη, καὶ Δευκαλίωνοσ ἀδελφή. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 671)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 671)

유의어

  1. mother's breast

  2. 할머니

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION