헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μήτηρ

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μήτηρ μητέρος

형태분석: μητερ (어간)

  1. 어머니, 어미
  1. mother
  2. source or origin

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μήτηρ

어머니가

μήτερε

어머니들이

μήτερες

어머니들이

속격 μήτερος, μητρός

어머니의

μητέροιν

어머니들의

μητέρων

어머니들의

여격 μήτερι, μητρί

어머니에게

μητέροιν

어머니들에게

μητράσι

어머니들에게

대격 μήτερα

어머니를

μήτερε

어머니들을

μήτερας

어머니들을

호격 μῆτερ

어머니야

μήτερε

어머니들아

μήτερες

어머니들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ᾦ τίνα τρόπον ἠθολογήσαιμι, φιλότεκνα γονέων πάθη. ψυχῆσ τε καὶ μορφῆσ ὁμοιότητα εἰσ μικρὸν παιδὸσ χαρακτῆρα θαυμάσιον ἐναποσφραγίζομεν, μάλιστα διὰ τὸ τῶν παθῶν τοῖσ γεννηθεῖσι τὰσ μητέρασ τῶν πατέρων καθεστάναι συμπαθεστέρασ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 15:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 15:4)

  • μάλιστα δὲ ἢν ὁρᾷσ μαστιγουμένουσ αὐτοὺσ ἐπὶ τῷ βωμῷ καὶ αἵματι ῥεομένουσ, πατέρασ δὲ καὶ μητέρασ παρεστώσασ οὐχ ὅπωσ ἀνιωμένασ ἐπὶ τοῖσ γιγνομένοισ ἀλλὰ καὶ ἀπειλούσασ, εἰ μὴ ἀντέχοιεν πρὸσ τὰσ πληγάσ, καὶ ἱκετευούσασ ἐπὶ μήκιστον διαρκέσαι πρὸσ τὸν πόνον καὶ ἐγκαρτερῆσαι τοῖσ δεινοῖσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 38:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 38:3)

  • φασὶ δὲ καὶ τὰσ μητέρασ μᾶλλον τὰ πρῶτα φιλεῖν τῶν τέκνων. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:13)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 61:13)

  • δεσμὸν δ’ ἄδεσμον τόνδ’ ἔχουσα φυλλάδοσ μένω πρὸσ ἁγναῖσ ἐσχάραισ δυοῖν θεαῖν Κόρησ τε καὶ Δήμητροσ, οἰκτίρουσα μὲν πολιὰσ ἄπαιδασ τάσδε μητέρασ τέκνων, σέβουσα δ’ ἱερὰ στέμματ’. (Euripides, Suppliants, episode 1:8)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:8)

  • σῶσον νεκρούσ μοι, τἀμά τ’ οἰκτίρασ κακὰ καὶ τῶν θανόντων τάσδε μητέρασ τέκνων, αἷσ γῆρασ ἥκει πολιὸν εἰσ ἀπαιδίαν, ἐλθεῖν δ’ ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλισ γεραιὰ κινοῦσαι μέλη, πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητροσ ἐσ μυστήρια, ἀλλ’ ὡσ νεκροὺσ θάψωσιν, ἃσ αὐτὰσ ἐχρῆν κείνων ταφείσασ χερσὶν ὡραίων τυχεῖν. (Euripides, Suppliants, episode 2:4)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:4)

유의어

  1. 어머니

  2. source or origin

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION