- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μῆλον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: mēlon 고전 발음: [멜:론] 신약 발음: [멜론]

기본형: μῆλον μήλου

형태분석: μηλ (어간) + ον (어미)

  1. 사과
  1. apple
  2. any fruit from a tree
  3. (figuratively, in the plural) a woman's breast
  4. (in the plural) cheeks

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μῆλον

사과가

μήλω

사과들이

μῆλα

사과들이

속격 μήλου

사과의

μήλοιν

사과들의

μήλων

사과들의

여격 μήλῳ

사과에게

μήλοιν

사과들에게

μήλοις

사과들에게

대격 μῆλον

사과를

μήλω

사과들을

μῆλα

사과들을

호격 μῆλον

사과야

μήλω

사과들아

μῆλα

사과들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάντα γὰρ ἔνεστί σοι - τὸν ἔρωτα, τὸ κάλλος, τὸν γάμον - τουτουὶ τοῦ μήλου πρίασθαι. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 16:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 16:3)

  • ὥστε τοσούτῳ γελοιότεροι ἂν εἰε῀ν, ἄριστοι μέν, ὡς φής, ὄντες, μάτην δὲ τοσαῦτα πάσχοντες καὶ ταλαιπωρούμενοι καὶ αἰσχύνοντες τὰ κάλλη καὶ τὰ μεγέθη τῇ ψάμμῳ καὶ τοῖς ὑπωπίοις, ὡς μήλου καὶ κοτίνου ἐγκρατεῖς γένοιντο νικήσαντες. (Lucian, Anacharsis, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 13:2)

  • τέλος δὲ τοῦ μήλου ἀποδακών, ὁπότε τὸν Δίφιλον εἶδες ἀσχολούμενον - ἐλάλει γὰρ Θράσωνι - προκύψας πως εὐστόχως προσηκόντισας ἐς τὸν κόλπον αὐτῆς, οὐδὲ λαθεῖν γε πειρώμενος ἐμέ: (Lucian, Dialogi meretricii, 1:12)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 1:12)

  • ἀλλ Ἀμυνίας ὁ Σέλλου μᾶλλον οὑκ τῶν Κρωβύλων, οὗτος ὅν γ ἐγώ ποτ εἶδον ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δειπνοῦντα μετὰ Λεωγόρου: (Aristophanes, Wasps, Choral, strophe2)

    (아리스토파네스, Wasps, Choral, strophe2)

  • "κἂν εἰς ἱμάτια τεθῇ τὸ μῆλον, ἄκοπα διατηρεῖ, χρήσιμον δὲ ἐπειδὰν καὶ τύχῃ τις πεπωκὼς θανάσιμον φάρμακον δοθὲν γὰρ ἐν οἴνῳ διακόπτει τὴν κοιλίαν καὶ ἐξάγει τὸ φάρμακον καὶ πρὸς στόματος εὐωδίαν ἐὰν γάρ τις ἑψήσῃ ἐν ζωμῷ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ τὸ εἴσω τοῦ μήλου ἐκπιέσῃ τε εἰς τὸ στόμα καὶ καταρροφήσῃ , ποιεῖ τὴν ὀσμὴν ἡδεῖαν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 264)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 264)

유의어

  1. 사과

  2. any fruit from a tree

    • ὄρχος (a row of vines or fruit-trees)
    • ὄα (The service tree , whose fruit is the ὄον)
  3. cheeks

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION