헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βότρυς

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βότρυς βότρυος

형태분석: βοτρυ (어간) + ς (어미)

어원: From same Root as bo/struxos.

  1. 송이, 포도송이, 포도주
  1. bunch of grapes, grapes
  2. (figuratively) clustered earring

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βότρυς

송이가

βότρυε

송이들이

βότρυες

송이들이

속격 βότρυος

송이의

βοτρύοιν

송이들의

βοτρύων

송이들의

여격 βότρυϊ

송이에게

βοτρύοιν

송이들에게

βότρυσιν*

송이들에게

대격 βότρυν

송이를

βότρυε

송이들을

βότρυας

송이들을

호격 βότρυ

송이야

βότρυε

송이들아

βότρυες

송이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖσ πυθμένεσ, καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούσ. πέπειροι οἱ βότρυεσ σταφυλῆσ. (Septuagint, Liber Genesis 40:10)

    (70인역 성경, 창세기 40:10)

  • καὶ ἤλθοσαν ἕωσ Φάραγγοσ βότρυοσ, καὶ κατεσκέψαντο αὐτήν. καὶ ἔκοψαν ἐκεῖθεν κλῆμα καὶ βότρυν σταφυλῆσ ἕνα ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ᾖραν αὐτὸν ἐπ’ ἀναφορεῦσι καὶ ἀπὸ τῶν ροῶν, καὶ ἀπὸ τῶν συκῶν. (Septuagint, Liber Numeri 13:24)

    (70인역 성경, 민수기 13:24)

  • καὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐπωνόμασαν Φάραγξ βότρυοσ διὰ τὸν βότρυν, ὃν ἔκοψαν ἐκεῖθεν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Numeri 13:25)

    (70인역 성경, 민수기 13:25)

  • ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελοσ αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶσ αὐτῶν ἐκ Γομόρρασ. ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆσ, βότρυσ πικρίασ αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:32)

    (70인역 성경, 신명기 32:32)

  • βότρυσ τῆσ κύπρου ἀδελφιδόσ μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί. (Septuagint, Canticum Canticorum 1:14)

    (70인역 성경, 아가 1:14)

  • 39 χρυσείοισ δ’ ἑκάτερθε τινασσόμενοσ πλοκάμοισι 40 βότρυσ ἀκερσεκόμησ ζεφύρῳ στυφελίζετο χαίτησ. (Colluthus, Rape of Helen, book 110)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 110)

  • εὖτ’ ἂν δ’ Ωἀρίων καὶ Σείριοσ ἐσ μέσον ἔλθῃ οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ’ ἐσίδῃ ῥοδοδάκτυλοσ Ηώσ, ὦ Πέρση, τότε πάντασ ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυσ· (Hesiod, Works and Days, Book WD 68:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 68:1)

  • πωλῶν γὰρ βότρυσ μεστὴν ἀπῆρα τὴν γνάθον χαλκῶν ἔχων κἄπειτ’ ἐχώρουν εἰσ ἀγορὰν ἐπ’ ἄλφιτα. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 3:16)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode 3:16)

유의어

  1. 송이

  2. clustered earring

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION