Ancient Greek-English Dictionary Language

μελάγχιμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μελάγχιμος μελάγχιμον

Structure: μελαγχιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: Formed from me/las, with termin. -ximos, as du/sximos from dus-

Sense

  1. black, dark

Examples

  • λευκοῖσ τε γὰρ μόροισι καὶ μελαγχίμοισ καὶ μιλτοπρέπτοισ βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 36 2:1)
  • πρέπουσι δ’ ἄνδρεσ νάιοι μελαγχίμοισ γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν, καὶ τἄλλα πλοῖα πᾶσά θ’ ἡ ’πικουρία εὔπρεπτοσ· (Aeschylus, Suppliant Women, episode6)
  • τίσ ποθ’ ἥδ’ ὁμήγυρισ στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοισ πρέπουσα; (Aeschylus, Libation Bearers, episode 1:12)
  • ἥκοντοσ δὲ τούτου περιτείνειν αὐτῶν ἑκάστῳ τὰ δίκτυα τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ ἐν τοῖσ μελαγχίμοισ, περιλαμβάνοντα ἐντὸσ πρὸσ ὅτῳ ἂν ᾖ, καὶ ἐπειδὰν ἑστηκότα ᾖ, προσελθόντα κινεῖν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 8:1)

Synonyms

  1. black

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION